Γενικά αυτοκινητιστικά θέματα
Άβαταρ μέλους
By blinkys
#598022 Φορτώστε, ψεκάστε , τελειώσατε

Όλοι όσοι έχουν ή είχαν κάποτε σχέση με γυναίκα θα ξέρουνε πως όταν έρθει η ώρα να ταξιδέψουν τα πράγματα ζορίζουν. Λίγο η εκ φύσεως αναποφασιστικότητα, λίγο ότι πάλι εκ φύσεως δεν έχουν καλή αίσθηση του χώρου (όχι μωρό μου, δεν χωράει η τετραόροφη βαλίτσα σου στη μηχανή... όχι, όχι ούτε το μικρό σου νεσεσέρ... ναι αυτό λέω που αν το γυρίσουμε ανάποδα κατασκηνώνει από κάτω ολόκληρη η φυλή των Απάτσι) καταλαβαίνετε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα προκύπτουν πριν την αναχώρηση.

Έχεις μαζέψει τα πράγματα σου λοιπόν, αράζεις και χαζεύεις τον χάρτη (είτε τον χάρτινο είτε αυτόν του γούγλη) και εκεί που ονειρεύεσαι τι ωραία που θα περάσεις ξεσπάει μια καταιγίδα ερωτημάτων. «Αγάπη μου, να πάρω κάνα φορεματάκι μαζί μου; Τι λες γι’ αυτό το πράσινο που φορούσα στα βαφτίσια του Κωστάκη της ξαδέρφης μου της Αναστασίας που θέλει να τη φωνάζουν και Σία, το βλαχαδερό, εγώ φταίω που δεν την κάρφωσα στη δασκάλα στην πρώτη δημοτικού όταν μου έφαγε την πλαστελίνη. » Κρατιέσαι ψύχραιμος και απαντάς :

-Λουκανικοπιτάκι μου, θα πάμε 3 μέρες κάμπινγκ στον Ψηλορείτη, δεν έχει κλαμπάκια εκεί για να φορέσεις το φόρεμα.
-Δηλαδή βρε ζουζουνοσπανακοτυροπιτάκι μου να μην πάρω και τις κόκκινες τις γόβες μου μαζί ; Θυμάσαι ποιες λέω, αυτές που μου είχαν γυαλίσει και μου τις πήρες όταν έπιασες στο στοίχημα όβερ την Μαρσέιγ.
-Να μην τις πάρεις.
-Ναι αλλά δεν με βοηθάς ... Δεν ξέρω τι να πάρω μαζί μου. Εγώ αγχώνομαι κι εσύ τσικι τσικι στο facebook. Ποιά είναι αυτή που της έκανες like ;

Κάτι τέτοια άκουγε συνεχώς και το φιλαράκι μου ο Μιλτιάδης και είχε φρικάρει. Από μικρός μια ζωή με περίεργες γκόμενες έμπλεκε. Κάποιοι έλεγαν πως έφταιγε εκείνη η τούμπα που είχε φάει με το solex του θείου του και είχε καρφωθεί με το κεφάλι στο αγροτικό του Τάσου του μανάβη. Τελευταία στην λίστα των μοιραίων γυναικών η Στέλλα. Καλή, χρυσή και άγια δεν λέω. Απλά η κοπέλα ήθελε 45 λεπτά για να αποφασίσει τι καφέ θα πιει. Τέτοια αναποφασιστικότητα δεν έχω ξαναδεί. Φανταστείτε λοιπόν τι γινόταν κάθε φορά που ετοιμαζόταν για ταξίδι με τη μηχανή.
Δώστου λοιπόν το φιλαράκι να ψάχνει συνεχώς για μεγαλύτερες βαλίτσες, για να μη χαλάσει το χατήρι της καλής του. Ότι καινούργια βαλίτσα, tank bag κτλ έβγαινε στο εμπόριο τη δοκίμαζε. Φυσικά είχαμε και πατέντες. Δοκιμάστηκε, ανεπιτυχώς ,να προσαρμοστούν κάτι ροζ βαλίτσες που είχαν ξεχαστεί στο πατάρι ενός κολλητού από όταν είχε κάνει ένα τρίμηνο σε εταιρεία καλλυντικών.

Μια μέρα εκεί που πίναμε καφέ μας ενημέρωσε ότι θα ξεκινήσει τον γύρο της Ευρώπης με το μηχανάκι και τη Στέλλα. Με συγχρονισμό που θα ζήλευαν και οι κορυφαίες ομάδες συγχρονισμένης κολύμβησης μας βγήκε ο φρέντο από τη μύτη.

Φυσικά εκεί ξεκίνησε το δούλεμα.

-Ρε φίλε ο θείος σου το έχει ακόμα εκείνο το τροχόσπιτο;
-Ναι ρε. Γιατί;
-Θα σου προσαρμόσω κοτσαδόρο στο Άφρικα Τουίν και θα το σέρνεις μαζί σου.
-Θα βγάλει τις ανηφόρες το Άφρικα;
-Όλο βλακείες είστε, ανώριμοι. Η Στέλλα δεν παίρνει τόσα πολλά πράγματα μαζί της.
-Ναι ρε. Θυμάμαι τότε που πήγαμε για μπάνιο 30 χλμ από δω και είχε πάρει μαζί της γόβες.
-Εσύ τι κοιτάς στο κινητό και δε μιλάς ρε;
-Ψάχνω τον κατάλογο του ΙΚΕΑ να δω αν έχει ντουλάπες για Άφρικα.

Τελικά μας παράτησε και έφυγε. Μια βδομάδα αργότερα μαζευτήκαμε αξημέρωτα ακόμα σε μια καφετέρια στην έξοδο της πόλης, να τους ευχηθούμε καλό δρόμο και να γελάσουμε φυσικά. Μόνο σαμπάνια που δεν πήραμε να τη σπάσουμε πάνω στο Άφρικα για καλό κατευόδιο.

Τετοιο θέαμα δεν είχα ξαναδεί και ούτε πρόκειται να ματαδώ ξανά. Σκάει μύτη ο Μίλτος καβάλα στο Άφρικα και από πίσω του ίσα που ξεχωρίζει η Στέλλα θαμμένη κάτω από ένα σωρό από βαλίτσες και τσάντες σε ό,τι μέγεθος μπορεί κανείς να φανταστεί. Μέχρι και ένα μικρό νεσεσέρ είχε προσαρμόσει στο μπροστά φτερό. Εκεί που το τερμάτισε όμως ήταν όταν είδαμε ότι είχε δέσει με tie wraps ένα μικρό σάκο στις τιράντες του μπροστά στο στήθος! Ναι, ο αθεόφοβος φόρεσε τιράντες πάνω από το μπουφάν και πάνω σε αυτές έδεσε τον σάκο.

Εκεί που έρχεται καμαρωτός λοιπόν ο Μιλτιάδης να μπει στο πάρκινγκ της καφετέριας, ένας οικοδόμος με ένα αγροτικό αποφασίζει ότι είναι πιο βολικό να βγει στο δρόμο από τη μεριά που έχει είσοδο το πάρκινγκ. Τον βλέπει τελευταία στιγμή ο Μιλτιάδης, δεν του φτάνουν τα φρένα και το κόβει πάνω απο το γκαζόν. Όλα έδειχναν ότι θα το σώσει μόνο που το γκαζόν ήταν φρεσκοποτισμένο και γλιστρούσε. Μια που ακούμπησε το, φρένο μια που βρέθηκε ξαπλωμένος στο χορτάρι.

Σαν καλοί φίλοι τρέξαμε να τον βοηθήσουμε .

-Πέναλτι κύριε διαιτητά. Δεν έπεσε μόνος του. Κάποιος τον έριξε.
-Μα είναι έξω από τη μεγάλη περιοχή.
-Αφήστε τις |λογοκρισία| και σηκώστε με ΡΕ!
-Κόψε ρε το θέατρο και παίξε μπάλα.

Πάνω που έχουμε αρχίσει να μαζεύουμε βαλίτσες και βαλιτσάκια, ανοίγει ξανά το αυτόματο πότισμα. Πέντε μαντράχαλοι και μια σοκαρισμένη Στέλλα παλεύαμε να μαζέψουμε πράγματα από το γκαζόν της καφετέριας που έμοιαζε με τοπίο μετά από αεροπορικό δυστύχημα.

Όπως ήταν λογικό, το ταξίδι ακυρώθηκε γιατί δεν προλάβαιναν να στεγνώσουν όλα τα πράγματα που είχε πάρει η Στέλλα μαζί της. Ο Μιλτιάδης όμως δεν πτοήθηκε και τώρα ψήνει ένα θείο του συγκολλητή να του φτιάξει έξτρα βάσεις για βαλίτσες στο Άφρικα, γιατί μπορεί να χώρισε με την Στέλλα αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Το νεσεσέρ στο μπροστά φτερό το κράτησε πάντως. Βολεύει λέει .
Άβαταρ μέλους
By markvag
#598075 :s_rofl :s_rofl :s_shout :s_shout

Άψογος!!

blinkys έγραψε:-Λουκανικοπιτάκι μου,.................
-................ ζουζουνοσπανακοτυροπιτάκι μου ..................


Πείνασα λίγο βέβαια... :eat: :lol:
Άβαταρ μέλους
By dimviii
#598079 πολυ καλο! :lol:
Άβαταρ μέλους
By nass
#628224 Περιγραφή εκδρομής 4Τ Forum στο Λιτόχωρο τον Οκτώβριο του 2007

funkyreverend έγραψε:Φανκυγιάννη Απομνημονεύματα

Χαράματα κινήσαμε για το βουνό των Θεών, τον Όλυμπο. Στο Λιτόχωρο θα μας περίμεναν οι άλλοι, όλοι αγωνιστές με λυμένα τα ζωνάρια. Πολλά τα άλογα, πολλά τα όπλα. Δεν θα ήταν δύσκολο να φτάσουμε στην Καρυά. Μετά τα ποτάμια, στον Κορινό βρήκαμε τον Δεριγνύ Μιράζ με το πράσινο άρμα του και 90 άλογα. Από την Γαλλία έφερε κάτι υστερούντες βραχίονες. Θα μας βοηθήσει, είπε. Ο Όλυμπος μας περίμενε.

Ανεβήκαμε στο Λιτόχωρο, βρήκαμε τους άλλους στο χάνι. Ο Κούκος με τα Βαυρικά άλογα –τι χρώμα και αυτά-, ο Στέλιος ο Κορόλας με το πρωτοπαλίκαρό του τον Κώστα Ταύρο, ο Νάσος με την κόρη του –πρώτη της μάχη-, ο Ευριπίδης Χατζηρόκου, ο Διριδίνος –σύντροφος του Δεριγνύ, είχε πάει για βοήθεια από χθες. Ο Νικόλας Ολύμπιος, και αυτός με τους Γάλλους όπως και ο Τσάρδας και ο Μάρκος Πεζότσαρης. Από τη Θράκη ήρθε ο Σαρμάς, με βοήθεια από τους Ιταλούς. Ο σοφός Δαπάκης, ο Βάγγος με 182 άλογα –μικρά και ευκίνητα-, ο Σπύρος με βοήθεια από την Ισπανία –σαν εμάς-. Ο Γιώργης με 450 Γερμανικά άλογα. Ο Σκαγιάς με 390 άλογα από την Ανατολή.

Στο χάνι βρήκαμε και το Νικόλα Υψηλάντη, πρόξενο στο Βελιγράδι. Με πιάνει από κοντά, «οι Σλάβοι είναι μαζί σας». Ο Τούρκος μοιάζει μικρός. Θα σας πω μετά τι θα κάνετε στην Πόλη για να την εξελληνίσετε, λέει.

Κινήσαμε προς Καρυά. Περάσαμε γρήγορα το γεφυράκι. Λίγο πιο πάνω, έπεσε η πρώτη τουφεκιά από τον Σκαγιά. Τα άλογά του έχουν οπλές από χώρες μακρινές, μαγικές λένε. Άδειασε το βουνό από τα σκάγια, τα ζα χάθηκαν. Μόνο κάτι γελάδια έκλειναν το δρόμο κάθε λίγο. Και κάτι κοτρώνες, να!

Έλεγαν για τα άλογα του Κορόλα, ότι δεν ακούγαν τα μπροστινά και πήγαιναν όπου ήθελαν. Ψέμα ήταν, τα είχε δέσει λέει το ένα με το άλλο και έτρεχαν μαζί. Του Βάγγου φώναζαν πολύ, αλλά τα μαστίγωνε με το καμουτσίκι του συνέχεια. Οι άλλοι ήταν πίσω και δεν τους βλέπαμε, ενέδρα πάντως δεν μας έκανε κανείς.

Πάνω στην Καρυά σταματήσαμε να ξεκουράσουμε τα ζα. Εκεί ήρθε και ο Τριαντάφυλλος και αυτός με άλογα από την Ανατολή. Θα ξεκινούσαμε να βγούμε στον Παντελεήμονα, να κυκλώσουμε την περιοχή.

Με βάλανε μπροστά και ακολούθησαν οι άλλοι. Δεν είχα το θάρρος, ο πόλεμος με είχε κουράσει, μου είχε κατασπαράξει το βιός. Τους σταματούσα χωρίς λόγο, μια τα φύλλα τα πεσμένα, μια ο δύσκολος δρόμος. Ο Τούρκος μας είχε αλλάξει τα σημάδια στο δρόμο, ο Ολύμπιος και ο Διριδίνος που δεν ξέραν τα γραικά, φύγανε προς Καλλιπεύκη. Μετά από ώρες, φτάσαμε στον Παντελεήμονα. Του Στέλιου και του Σκαγιά, τους φάνηκαν ημέρες ολόκληρες, τόσο πολύ τους δυσκόλευα.

Στον Παντελεήμονα, βρήκαμε τον Λεωνίδα από το Φάληρο. Φορέσαμε τις μπλε παραδοσιακές φορεσιές μας για να τιμήσουμε τον αρχηγό Κούκο. Μοιράσαμε και καντήλια για να μπουρλοτιάσουμε τα χωριά, αν χρειαζόταν. Κινδύνεψε η ενότητα του στρατού εκεί. Σταματήσαμε για να μετέχουμε στα έθιμα του χωριού, περίπατο, φρέντο και κοψίδια.

Έτσι, έκατζα να φάγω παντσέτες. Ήρθε ο Δεριγνύς Μιράζ και μου είπε «Είστε πολλά ολίγοι». Για να του δείξω το θάρρος μας, βούτηξα με το μακρύ πηρόνι μου να πιάσω ένα σφαχτό από τους πλάι. Ο Ολύμπιος μου είπε αφού έχω μακρύ πηρόνι, να τσιμπήσω ένα @.

Φύγαμε από εκεί, και άρχισε η βροχή. Κατεβαίναμε στο Κάστρο του Πλαταμώνα πλημμυρισμένοι και με χαλάζι σαν σινεμπλόκ να πέφτει στα κεφάλια μας. Σαν βρεγμένες γάτες τρέξαμε να αποφύγουμε το κακό. Στο Λιτόχωρο μας έπιασαν λιακάδες, ο Θεός είχε όρεξη φαίνεται. Αφού κάτζαμε εκεί χωρίς να περιμένουμε κάποιον, την ώρα που θαυμάζαμε την άμαξα του Ολύμπιου με τα μουστουκούλουρα, μας είπαν ότι οι σύντροφοι ανέβηκαν στα Πριόνια.

Επήραμε τους δρόμους πάλι να ανεβούμε, κάτι λαμπερά Άστρα μας έδειχναν τον δρόμο, μας καθυστερούσαν όμως συνάμα. Ο Δεριγνύς Μιράζ δεν μπορούσε να τιθασεύσει τα άλογα και υπήρχαν λόγια ανταρσίας από αυτούς τους καθυστερημένους βραχίονες.

Φτάσαμε στα Πριόνια, το χάνι είχαν καταλάβει ο Κρούσης από την Καστέλλα και ο Βασίλης από τη Μάκρη, μπουρλοτιέρηδες θαλασσινοί και οι δύο. Ετρώγαν την φασολάδα και κάτι γερμανικά μπρατβουρστ. Μας φιλοξένησαν εκεί, έκατζα να φάγω και τσουρέκι. Για αυτά πολεμήσαμε, είπα στον Δεριγνύ. Αφού πήραμε και τα Πριόνια, γυρίσαμε προς το Λιτόχωρο, στο χάνι. Μας βρήκε εκεί ο Ανδρέας, που δεν έβαζε στο στόμα του ιταλικό φαί, και ο Τζιεξήντας ο Λιτοχουρνός.



Ιστορίες από τον σοφό Δαπάκη –μεγάλο αγωνιστή και παλιό σύντροφο του Ιαβέρη-, πνιξογκόλ από τον Νικοπολίδη, ο Κούκος που πάσχιζε να κάνει τα εύκολα δύσκολα, και ο χρόνος πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε.

Μακάρι η επανάσταση να γινόταν και παραπάνω από μια φορά τον χρόνο. Ηρωίδες οι γυναίκες που ακολούθησαν το στρατό.

Y.Γ. Οι Βαυαροί τελικά είδαν την προδοσία του Νικόλα Υψηλάντη με τον Σκαγιά και τον ανάγκασαν σε ταπείνωση και βασανιστήρια σκληρά...


koyot έγραψε:Ο Κούκος ετρωγόπινε σ’ ενού παπά το χάνι.
-«Παπά ρακή, παπά κρασί, να πιουν τα παλληκάρια
Φέρε ψωμί, φέρε σφαχτά, να φάει ούλο τ’ ασκέρι».
Κι’ ήταν τ’ ασκέρι του τρανό, μ’ άξια παλληκάρια,
Στο χιόνι και στην αγρυπνιά, στο αίμα μαθημένα,
Στον πόλεμο μα και στο ντριφτ, και στο βαρύ χαλάζι.
Τσάρδας και Στέλιος Γελεκτζής που τρώγει τις πατάτες,
Σάρμας, Σκαγιάς κι Ολύμπιος κι αυτός ο Κώστα-Ταύρος.
Ο Φανκυγιάνν’ς, ο Ηλιλής, κι ο γλυκο-Κωνσταντίνος,
Ο Αντριάς ο Κυνηγός κι ο καπετάν-Βασίλης,
Της Σαλονίκης Λεωνής, Μάρκος κι Αστραπο-Θάνος,
Του κάτω κόσμου ο άρχοντας, Άδης ο ξακουσμένος,
Εκεί κι ο Τριαντάφυλλος, που τρέμει η Γης κι ο Κόσμος.
Ο Χατζηρόκος Ευριππής μπαρουτοκαπνισμένος,
Ο Νάσιος μι του τάπερ του, τρανός κι αντρειωμένος,
Ο Εσβιδυός κι ο Σιπιπής, της Χώρας μεγιστάνες,
Του Όλυμπου κοτζά μπασής ο μπάρμπας Τζιεξήντας.
Ο Κρούσης ο Θαλασσινός βαρειά συλλογισμένος.
Τη θάλασσα ‘νειρεύουνταν κι έστριφτε το μουστάκι.
Κι ο Σπύρος που πότ’ έπινε, πότ’ έδινε τις τζ’γάρες
στο Νικολή τον Κόγιωτα, Βοϊβόντα του Δουνάβου
στη δούλεψη και στ’ όνομα του μέγα Υψηλάντη.
Ήρθε χαμπέρι θλιβερό πως απ’ τ’ ασκέρι φύγαν,
Πως κιότεψαν κι επρόδωσαν ο Βάγγος κι ο Παντέλας,
Ο δολερός ο Οβελής και το σκυλί ο Τσίλης.
Κι ο Κούκος σαν το άκουσε, βαρειά του κακοφάνη:
«Αν είναι για συμπάθισμα, θε να τους συμπαθήσω,
Κι αν ειν’ και για παλούκωμα, εγώ τους παλουκώνω»
Μα ο γέρο-Ντάπας ο καλός, σοφά τον ορμηνεύει:
-«Μη τα μαλώνεις τα παιδιά Νικόλα καπιτάνιε,
Έχ’νε γυναίκις, έχ’νε πιδιά, έ’χνε και δ’λειές να ζήσουν
Μπεζέρισαν (Σ.Σ.: βαρέθηκαν) να στρίβουνε ωςάν να πολεμάνε,
Αποβραδύς κι ολημερίς, σε ράχες και ρουμάνια,
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι,
Χωρίς τακάκι άγουρο, λάδι κεχριμπαρένιο».
Κι ο Κούκος αποκρίθηκε με πόνο και γινάτι:
«Εγέρασα μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνους κλέφτης.
Φαμίλια, γρόσια κι άλογα, και καθαρό κρεβάτι
Ούλα τα απαρνήθηκα για του Χριστού την Πίστη.
Στα Χάσια και τον Όλυμπο, μα και στον Αη-Μερκούρη
Εκράτησα και ύψωσα το λάβαρο του Στρίβειν.
Κι αλοίμονο στον Κίσσαβο, τον φλωρο-πατημένο,
Που τον πατούν οι Μερσεντές Τσιγγάνες των Τουρκώνε.»
Τον λόγο σαν απόσωσε, παράγγελμα τους δίνει,
Κι ευτύς από το καπηλειό ούλοι τους όξω βγήκαν.
Τ’ αλόγατα εσέλωσαν, με μιάς τα καλλιγώσαν,
Και στου Ολύμπου τις πλαγιές τ’ ασκέρι εξεχύθη.
Ο Κούκος σκύβει και φιλεί τη μελανιά του Μπέμπα:
«Δύνασαι μπέμπα μ’, δύνασαι, στο αίμα για να πλεύσεις;»
-«Δύναμαι αφέντη μ’, δύναμαι, κι άσε τους εγκαθέτους».
Κώστας Σκαγιάς και Νικολής απ’ όλους μπρος πααίνουν
Με ντουφεκιές και με σπαθιά, σκάστρες και γιαταγάνια,
Και τους οχτρούς τρομάσσουνε, και τ’ άγρια γουρούνια,
Που από το λόγγο εφεύγανε κι έτρεχαν βουρλισμένα.
Κι ο Στέλιος τρέχοντας κι αυτός απάντησε τα βόδια,
Π’ αφήνανε τ’ Αγαρηνά Σκυλιά, σίντας εφεύγαν πίσω.
Σαν έκατζε ο κουρνιαχτός κι ησύχασαν τα πλάγια,
Σαν αφανίστηκαν οι οχτροί κι έπαψε το γιουρούσι,
Μηνάει ο Κούκος του Σκαγιά κι όλων των αντρειωμένων:
«Πάψτε παιδιά μ’ τον πόλεμο, πάψετε το γιουρούσι,
Να μετρηθούμε από ‘ξαρχής, να ιδώ τους λαβωμένους»
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν εφτακόσιοι
Μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπει ένας λεβέντης.
Ο Βοϊβόντας Κόγιωτας, αυτός ο Νικολάκης,
Βόλι πικρό εμάζωξε στην έρμη την καρδιά του.
Κι εκεί που εψυχομάχαγε, παραγγελιά τους δίνει:
«Συντρόφοι μη μ’ αφήσετε σ’ αυτόν τον έρμο τόπο
Εδώ είναι λύκοι και με τρων, εδώ με σκιουν τ’ αρκούδια
Εδώ είναι φίδια με φτερά, με δεκαοχτώ κεφάλια.
Μον’ φέρτε μου γλυκό κρασί από τις Παπαδάδες,
Να πλύνω τις λαβωματιές, ν’ αλλάξω τους γιαράδες (Σ.Σ.: τραύματα)
Φέρτε να γράψω μια γραφή στην έρμη μου την Τσέχα
Να μη προσμένει τώρα πια τον νιο που την αγάπα’
Και σκάψτε μου το μνήμα μου, σκάψτε μου το κιβούρι
Και στη δεξιά μου τη μεριά άστε μου παραθύρι
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.»
Κι ο γερο-Κούκος με καρδιά πικρή, φαρμακωμένη
Τα παλληκάρια εσύναξε κι όλους παρηγοράει:
«Χαλάσαμαν πολλούς ωρέ, χαθήκαν και δικοί μας.
Μον’ ζέψτε πάλι τ’ άλογα κι άστε τα μοιρολόγια,
Να πάμε ούλοι για καχβέ, στην έρμη Σαλονίκη».
Άβαταρ μέλους
By otso
#637763 δυο λεξεις μονο
ακουσα την καμπανα πενθιμα
γυριζοντας απο περπατημα ειπα ας παω απο μεσα απο το χωριο να μαθω ποιος πεθανε
ειδα νεο χαρτι σε κολωνα της δεη
ηταν ο μπαρμπαμητσος γειτονας στα χωραφια απ οταν γεννηθηκα
τι το ιδιαίτερο ειχε για να γραφω εδω ;
εκτος απο καλαμπουρτζης , ηταν αριθμομνημονας , θυμοταν για παντα οποιο νουμερο ειχε δει .
τα παλια χρονια ηταν διασκεδαση να τον ρωταμε διαφορα συνηθως πινακιδες απο μηχανηματα για να μπορουμε να επαληθευσουμε , ας πουμε τον αριθμο του ποδηλατου του παππου μου .
οι νεωτεροι τωρα δεν το γνωριζαν , εγω αμα τον εβλεπα τον τσιγκλαγα οτι τωρα δεν θυμαται και τον ρωταγα για τον αριθμο απο το ποδηλατο του πατερα μου , το χαιροταν που η μνημη του ηταν ακμαια ακομη .
καλο ταξιδι μπαρμπαμητσο
Άβαταρ μέλους
By blinkys
#748669 Κάπου εκεί στα 18 μόλις έχουν αρχίσει να σκάνε μύτη τα διπλώματα στην παρέα. Ο Κωστάκης, ένας από τους πρώτους με δίπλωμα, ψήνει έναν θείο του να του δώσει ένα Mirafiori που είχε και σάπιζε σε έναν στάβλο. Δίπορτο, γνήσιο δίλιτρο αλλά με περισσότερο στόκο παρά λαμαρίνα πάνω του. Το τραβάμε με ένα αγροτικό ενός φίλου, το πάμε στο βενζινάδικο του πατέρα του Κωστάκη. Βάζουμε μπαταρία, βενζίνη, αλλάζουμε λάδια και μπουζί, ξηλώνουμε τα πάντα εκτός από το κάθισμα του οδηγού και ο Κωστάκης ψήνει έναν μάστορα από γειτονικό συνεργείο να του κολλήσει το διαφορικό. Το αμάξι παίρνει μπροστά, δουλεύει αλλά μπερδεύει και δεν έχει δύναμη. Να βάλουμε χέρι στο καρμπυρατέρ, ούτε κουβέντα.

Την λύση την δίνει ένας παππούς που ήρθε να βάλει βενζίνη και μας άκουσε να συζητάμε. Θα πάρετε λέει μια σύριγγα, θα την γεμίσετε υγρά φρένων και θα καθαρίσετε με αυτά το καρμπυρατέρ. Θα στρώσει. Χωρίς πολλή σκέψη, βουτάμε τα μηχανάκια και βγαίνουμε σε αναζήτηση φαρμακείου. Τρία μηχανάκια, όλοι δικάβαλο, γιατί πήγαμε όλοι μαζί κανένας δεν ξέρει. Μπουφάν flight όλοι, οι μισοί με μπότες Wehrmacht, οι άλλοι μισοί με Dr Martens, τσουλούφια ο ένας, μακρύ μαλλί ο άλλος και ο καλύτερος όλων ο Αντώνης με κόκκινη μοϊκάνα. Τα δε μηχανάκια έκαναν σαματά ακόμα και σβηστά. Παρκάρουμε μπροστά στο πρώτο ανοιχτό φαρμακείο, ο ένας μαρσάρει να κατεβάσει κενή, ο άλλος φρενάρει απότομα και τον βρίζει ο συνεπιβάτης, ο άλλος πηδάει από το μηχανάκι πριν ακόμα σταματήσει εντελώς. Πριν το σκεφτούμε καν, μπαίνει μέσα ο Αντώνης, με την κόκκινη μοϊκάνα.
-Φίλε, πιάσε 3 σύριγγες, τις πιο χοντρές που έχεις.
- Τι, τι, τι, τι τις θες; Τραυλίζει ο κακόμοιρος φαρμακοποιός, κοιτώντας μια το κεφάλι του Αντώνη, μια την συμμορία απ' έξω.
- Να καθαρίσω ένα καρμπυρατέρ, απαντάει με απόλυτη φυσικότητα ο Αντώνης.
Βλέπουμε και ακούμε το σκηνικό απ' έξω και κυλιόμαστε κάτω από τα γέλια. Ο φαρμακοποιός δεν έχει την ίδια αίσθηση του χιούμορ, απειλεί να καλέσει την αστυνομία.

Το ίδιο σκηνικό το ζήσαμε σε επανάληψη άλλες 2 φορές. Επίτηδες στέλναμε τον Αντώνη. Την τρίτη φορά πήγα εγώ, αφού είχαμε αφήσει τα μηχανάκια μακριά. Όταν γυρίσαμε πίσω, ο πατέρας του Κωστάκη είχε ήδη καθαρίσει το καρμπυρατέρ. Με σπρέυ φυσικά που πουλούσε το βενζινάδικο. Αργότερα βέβαια το μετάνιωσε όταν κάποιος του σφύριξε πως σβουρίζαμε γύρω από τις αντλίες της βενζίνης γιατί το βιομηχανικό βόλευε έτσι όπως γλυστρούσε. Το ότι δεν σκάσαμε πάνω σε καμία αντλία να γίνουμε ομαδικό πυροτέχνημα ακόμα δεν έχω ανακαλύψει αν είναι εξαιτίας της απίστευτης κωλοφαρδίας μας ή κάποιας παρέμβασης αγίου.

Τις σύριγγες τις βρήκε ο θείος του Κωστάκη μια μέρα που πήρε το Fiat να το περάσει, ανεπιτυχώς, ΚΤΕΟ. Είχαν πέσει κάτω από το κάθισμα του οδηγού σε κάποια μπάντα. Έγινε ολόκληρο σκηνικό για το τι δουλειά είχαν εκεί. Πως γλύτωσαν οι γονείς του Κωστάκη το εγκεφαλικό και ο Κωστάκης το κέντρο απεξάρτησης, κι αυτό δεν το ξέρω. Το Fiat ακόμα σαπίζει στον ίδιο στάβλο που το είχαμε βρει.
Άβαταρ μέλους
By dimviii
#748692
bibendum έγραψε:Πολύ καλός.


< >

Οντως :thumbsup: