- 08 Οκτ 2015, 20:50
#170987
Οι λίρεςΕίμαι Γ! μηχανικός στο M/V Carina της Mavroleon Bros και πηγαίνουμε στο Ιράκ, συγκεκριμένα στη Βασσόρα ή Μπάσρα, να πως εδώ ότι όλα αυτά έγιναν περίπου το 1975 πολύ πρίν ισοπεδώσουν το Ιράκ οι Αμερικάνοι, έχουμε λοιπόν έναν πολύ καλό καπετάνιο ο οποίος από ότι έλεγαν όσοι τον ήξεραν είχε πολύ μεγάλη περιουσία από την γυναίκα του, παρακάτω θα δείτε γιατί το λέω αυτό.
Πολλές φορές κατέβαινε στο καπνιστήριο και κάνοντας πλάκα με τον άλλο Γ! μηχανικό προσπαθούσαν να υπολογίσουν πόσες χρυσές λίρες χωράει ένας γκαζοτενεκές, είχε ψύχωση ο καπετάν – Λάμπρος με τις λίρες δεν ξέρω γιατί.
Θέλω να καταλήξω ότι ο άνθρωπος ήξερε από χρυσές λίρες και χρυσό, οπότε φτάνοντας προς το λιμάνι που γίνεται η λίστα πόσα λεφτά θέλει ο καθένας μας για να μας τα φέρει ο ατζέντης για να έχουμε να χρήματα να κινηθούμε έξω στο λιμάνι, μας είπε όμως επειδή προφανώς γνώριζε την εκεί αγορά χρυσού, ότι όποιος θέλει να αγοράσει χρυσές λίρες εδώ στη Βασσόρα είναι φθηνότερες από οπουδήποτε αλλού.
Σκέφτηκα, ρε λες ? Να χτυπήσω τίποτα λιρόνια για την Ιαπωνία που πάμε μετά να τα κάνω τράμπα στη μαύρη αγορά να βγάλω οικονομικά τα τετρακάναλα, μαγνητόφωνο και ραδιοενισχυτή, φωτογραφική, ρολόγια κλπ ψώνια που ήθελα να αγοράσω.
Το αποφάσισα και δήλωσα περισσότερα χρήματα να πάρω περίπου 20 χρυσές σε συνεννόηση με τον καπετάνιο περίπου πόσα δολάρια θα πρέπει να έχω μαζί μου κλπ, μη με ρωτήσετε πόσα δολάρια και πόσο οι λίρες γιατί έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και δεν θυμάμαι ποσά.
Μας είπε ο καπετάνιος να προσέξουμε να είναι λίρες Εδουάρδου ή Ελισάβετ δεν θυμάμαι ποιες ήταν να το πω έτσι αυτές που ήταν ακριβότερες από τις άλλες που είχαν πιο μικρή αξία που προσδιοριζότανε από την εποχής της κοπής τους, ο φόβος του ήταν μην μας δώσουν τις φτηνές και τις πληρώσουμε για ακριβές και προσπάθησε να μας εξηγήσει για να μας προφυλάξει.
Εγώ δεν είχα δει χρυσή λίρα ούτε στον ύπνο μου πόσο μάλλον να τις αναγνωρίσω και να της ξεχωρίσω από τις ημερομηνίες κοπής τους, μίλαγε ο καπετάν – Λάμπρος και εγώ άκουγα Κινέζικα.
Τέλος πάντως το απόγευμα ήρθε η ώρα να βγούμε, οπότε λίγο πρίν φύγουμε πάω στον Γραμματικό ( Β! καπετάνιος ) και του λέω καπετάν- Γιάννη δάνεισε μου για λίγο τον μεγεθυντικό φακό που έχεις στη γέφυρα, τι τον θέλεις ρε μου λέει, δώστον του λέω και θα σου πω μετά.
Βγήκαμε εν τέλει και πήγαμε στην πόλη, εγώ ξέκοψα από τους υπόλοιπους και άρχισα μόνος μου να κοιτάω τα μαγαζιά με τα χρυσά όπως είναι και τα δικά μας κοσμηματοπωλεία, οι δρόμοι εκεί ήταν στενοί και χωμάτινοι, σοκάκια κανονικά με πλινθόκτιστα σπίτια, μισοσκόταδο στους δρόμους και λίγες γκαζόλαμπες εδώ και εκεί, μόνο στα μαγαζιά υπήρχε ρεύμα, δεν είχαμε πάει ακριβώς στο κέντρο της πόλης αλλά σε κάποια άκρη της πόλης αφού δεν είχε ούτε αυτοκίνητα.
Κάποια στιγμή νιώθω ένα πιτσιρίκι να μου τραβάει το παντελόνι και να με ρωτάει αν θέλω να αγοράσω χρυσό, λέω μέσα μου για να δούμε τι θα δούμε, εντάξει του λέω πάμε, μπροστά ο μικρός πίσω εγώ με τέλεια άγνοια κινδύνου χωνόμαστε σε κάτι στενά, κάποια στιγμή κατεβαίνει ο μικρός σε ένα υπόγειο με χωμάτινα σκαλιά και μπαίνουμε σε ένα μικρό δωμάτιο που το φώτιζε μια λάμπα πετρελαίου και κάτω ήταν στρωμένα διάφορα χαλιά.
Στο κέντρο του δωματίου με πλάτη στον τοίχο καθισμένος σε μαξιλάρες ένα χοντρός τύπος με τον άργιλέ δίπλα του και μπροστά του ήταν ένα χαμηλό τραπεζάκι με 2 βελούδινες θήκες, μια μπλε και μια κόκκινη. Από πού είσαι ? με ρωτάει, από την Ελλάδα του λέω εγώ, ο χοντρός ανακάθισε στις μαξιλάρες και μου λέει εγώ τους αγαπάω τους Έλληνες και έχω πολλούς φίλους.
Καλά σκέφτηκα εγώ, και από την Αλάσκα να του έλεγα ότι ήμουνα το ίδιο θα μου έλεγε ότι αγαπάει την Αλάσκα και έχει πολλούς φίλους. Θέλεις λίρες ? με ρωτάει, βέβαια του λέω γιαυτό είμαι εδώ. Κάνει μια κίνηση και φέρνει μπροστά του ένα μπρούτζινο δίσκο από αυτούς του χειροποίητους που υπάρχουν σε όλα τα παζάρια της Ανατολής και βάζει επάνω την μπλε θήκη και την ανοίγει, στην θήκη μέσα υπήρχαν δίπλα - δίπλα στοιχημένες 50 λίρες.
Παίρνω τον δίσκο μπροστά μου, γέρνω λίγο προς την λάμπα να δω καλύτερα και με αργές κινήσεις βγάζω από την κωλότσεπη τον μεγεθυντικό φακό που είχα πάρει από τον Γραμματικό και τον πλησιάζω προς τις λίρες.
Ακόμα θυμάμαι χαρακτηριστικά την κίνηση του και τα λόγια του, βιαστικά κλείνει τη θήκη και μου λέει, αυτές δεν είναι για εσένα και βάζει επάνω στον δίσκο την κόκκινη θήκη που είχε και αυτή 50 λίρες τοποθετημένες με τάξη, αμίλητος εγώ πήρα τον δίσκο τις εξέτασα με το φακό, τι εξέταζα δηλαδή, πρώτη φορά έβλεπα λίρες από κοντά, τέλος πάντων αγόρασα 25 κομμάτια χαιρετηθήκαμε και έφυγα, βρεθήκαμε αργότερα σε ένα μπαρ με τους άλλους με χορό της κοιλιάς κλπ τουριστικές ατραξιόν, ήπιαμε τσάι, κάτι ξηρούς καρπούς και γυρίσαμε στο καράβι.
Την άλλη μέρα στις 10 στον καφέ στο καπνιστήριο κατεβαίνει ο καπετάνιος και ρωτάει τι κάναμε χτες, αν αγοράσαμε χρυσά, λίρες κλπ. ΄Λλλοι είχαν πάρει σταυρούς, άλλοι λίρες, τις κοιτάει ο καπετάνιος και αποφαίνεται ότι οι μόνες σωστές λίρες ήταν οι δικές μου, οι άλλοι είχαν πληρώσει τις ακριβές και είχαν πάρει τις φτηνές.
Με ρωτάει ο καπετάνιος, πως τα κατάφερες ρε Τακούλη, έτσι με έλεγε, του είπα τι έκανα με τον φακό και ξεράθηκε στα γέλια, ο Γραμματικός πήρε ανάποδες και μου λέει γιατί ρε τσόγλανε Πειραιώτη δεν μας είπες τίποτα ?
Αυτά δεν λέγονται καπετάν – Γιάννη, εμένα του λέω μου ήρθε μια φλασιά να κάνω αυτό το πράγμα, αν δεν έπιανε και με κορόιδευαν και εμένα τώρα θα μου ζήταγες τα ρέστα, δεν μίλησε καθόλου.
Το μεσημέρι φύγαμε για την Γκόα στις Ινδίες να φορτώσουμε μινεράλι ( μετάλλευμα ) για την Ιαπωνία, και στις Ινδίες είχαμε περιστατικά θα τα γράψω άλλη φορά, τώρα να συνεχίσω με τις λίρες που ήθελα να τις πουλήσω στη μαύρη αγορά στην Ιαπωνία.
Μετά από 10 ημέρες αφού φορτώσαμε ξεκινήσαμε από την Γκόα βάζοντας πλώρη για την Χιροσίμα, πάντοτε λίγες ώρες πριν φτάσουμε πρίν φτάσουμε στο λιμάνι γίνεται ένα δηλωτικό στα αφορολόγητα που έχουμε και κλειδώνονται σε μια αποθήκη την οποία ελέγχει το τελωνείο έχοντας τη λίστα στο χέρι και την σφραγίζει με μολυβδοσφραγίδα, όταν όμως ένα καράβι έρχεται από μέρος πχ όπως η Βασσόρα που έχει φτηνό χρυσό το γνωρίζουν πολύ καλά το θέμα και ψάχνουν όλο το πλοίο για τυχόν κρυμμένα αδήλωτα και λαθραία.
Όλοι είχαν δηλώσει τις λίρες και ότι χρυσό αγόρασαν από το Ιράκ εκτός από εμένα, με πιάνει σε μια άκρη ο καπετάνιος και μου λέει, Τακούλη που οι λίρες σου ?
Γιατί δεν τις δήλωσες ?
Του λέω καπετάνιε το και το, θα τις δώσω στη μαύρη και θα αγοράσω κάτι ακριβό που θέλω.
Κακομοίρη μου αν σε πιάσουν και φάμε πρόστιμο θα σε φουντάρω στη θάλασσα όταν φύγουμε μου λέει, μείνε ήσυχος καπετάνιε του λέω, αλλά από το χρώμα του μόνο και την ανησυχία στα μάτια του φαινόταν ότι δεν ένιωθε καλά.
Μπήκαμε στο λιμάνι, πέσαμε στο ντοκ ήρθαν οι αρχές επάνω μόλις δέσαμε και πλάκωσαν καμμιά 30ριά άτομα με τις στολές του τελωνείου και άρχισαν να ξηλώνουν όπου νόμιζαν ότι μπορεί να κρύβεται κάτι, οι μισοί ξήλωναν και οι άλλοι μισοί τα ξανάβαζαν στη θέση τους, κατσαβίδια, καθρεφτάκια, φακοί, ένα ολόκληρο συνεργείο εργαλεία είχανε φέρει.
Και που δεν πήγαν, σε όλα τα μαγαζιά της πλώρης που είναι τα εργαλεία της κουβέρτας και οι μπογιές, κατέβηκαν στα μαγαζιά στο μηχανοστάσιο, μπήκαν στις σεντίνες, από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα έψαχναν, ο καπετάνιος κίτρινος τριγυρνούσε να μην τον βλέπουν, εγώ έκοβα βόλτες με ένα μεγάλο πλαστικό κόκκινο αδιαφανές ποτήρι έπινα γουλιά – γουλιά τον φραπέ μου, κάποια στιγμή τελείωσε το κυνηγητό, μας χαιρέτισαν και έφυγαν.
Μόλις κατέβηκαν την σκάλα και μπήκαν στα αμάξια τους οι τελώνηδες βάζει μια φωνή ο καπετάν - Λάμπρος, έλα εδώ ρε κωλόπαιδο και πες μου που είναι οι λίρες σου γιατί μου έχει φύγει η μισή ζωή μου είναι άλλο να μην ξέρω και άλλο να γνωρίζω και να περιμένω την καμπάνα και το ρεζιλίκι.
Εδώ είναι καπετάνιε του λέω και αδειάζω το ποτήρι από τον καφέ και τους δείχνω τις λίρες που τις είχα μέσα στον καφέ, έμεινε κόκαλο και δεν μπορούσε να μιλήσει, στο τέλος μου έχωσε μια μούντζα και πήγε στην καμπίνα του μουρμουρίζοντας κάτι άσχημο για τον Πειραιά και το Πασαλιμάνι,