Για θέματα γενικού ενδιαφέροντος, εκτός μηχανοκίνητων...
Άβαταρ μέλους
By 21 quadra
#89949 Ίσως αν μαζεύαμε άρθρα οικονομικών αναλύσεων και τα μελετούσαμε χωρίς παρωπίδες και κομματικές κραυγές, να κατανοούσαμε περισσότερο την μακροοικονομία επάνω στην οποία βασίζονται οι σχεδιασμοί που κάποια στιγμή μας οδηγούν σε αποτελέσματα καλύτερα ή λιγότερο καλύτερα αλλά που όμως μας βοηθούν να δούμε που βρισκόμαστε και γιατί συμβαίνουν πράγματα στον κόσμο ακατανόητα σε πρώτη ανάγνωση, πιστεύω δε ότι τα άρθρα αυτά πρέπει να διαβάζονται 2 και 3 φορές για να εμπεδώσει το νόημα κάποιος μη ειδήμων σε αυτά τα θέματα.
Ξεκινάω με ένα άρθρο του Βαρουφάκη γραμμένο πρίν γίνει υπουργός που το βρίσκω ενδιαφέρον και που δείχνει το γενικότερο σκεπτικό των Γερμανών, εξυπακούεται ότι αν δεν το βρίσκετε αυτό το τοπικό ενδιαφέρον σαν θέμα μπορεί να το διαγράψετε, ή αν υπάρχει ενδιαφέρον να το εμπλουτίσετε


Oικονομία
Το γερμανικό αίνιγμα


Του Γ.Βαρουφάκη

Όταν το τσουνάμι που έπληξε τη βορειοανατολική Ιαπωνία κατέστρεψε το πυρηνικό εργοστάσιο στη Φουκουσίμα, γονατίζοντας για μήνες πολλούς την ιαπωνική βιομηχανία, η γερμανίδα καγκελάριος έλαβε, με συνοπτικές διαδικασίες, μια γενναία απόφαση: Όχι μόνο η γερμανική κυβέρνηση θα έβαζε στο αρχείο τα πλάνα για επέκταση των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αλλά, επιπλέον, θα έκλεινε τους υπάρχοντες πυρηνικούς σταθμούς σε ολόκληρη τη χώρα.

Αυτή η απόφαση, παρ' όλο που χαιρετίστηκε από το κόμμα των Πρασίνων, έπληξε καίρια τα σχέδια για μείωση των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (και άλλων αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου) αυξάνοντας παράλληλα το κόστος ενέργειας. Εν πολλοίς, δύο ήταν τα αποτελέσματα της κατάργησης των πυρηνικών σταθμών: Πρώτον, το κόστος της ενέργειας, μακροπρόθεσμα, αυξήθηκε (σε σημείο που η ενεργοβόρος γερμανική βιομηχανία πληρώνει την ενέργεια τα διπλάσια σήμερα από τους γάλλους ανταγωνιστές). Δεύτερον, τα σχέδια για μείωση της παραγωγής καταστρεπτικών για το περιβάλλον ρύπων πήγαν περίπατο καθώς η Γερμανία αναγκάζεται να αντικαταστήσει τα πυρηνικά εργοστάσια με νέες ρυπογόνες μονάδες που καίνε άνθρακα ή φυσικό αέριο (το οποίο παράγει μεν λιγότερους ρύπους αλλά αυξάνει την εξάρτηση του Βερολίνου από τον κ. Πούτιν).

Λίγες μέρες μετά την απόφαση της κας Μέρκελ, εκπρόσωποι πολλών μικρών και μεγάλων βιομηχανικών εταιρειών προσέγγισαν το γερμανικό υπουργείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας με την εξής εύλογη πρόταση: «Έχουμε τους καλύτερους μηχανικούς στον κόσμο στον τομέα των πράσινων τεχνολογιών, ιδίως σχετικά με τα φωτοβολταϊκά. Προς το παρόν, αυτές οι τεχνολογίες παραμένουν μη ανταγωνιστικές και τεχνολογικά προβληματικές, σε σχέση με το φυσικό αέριο, τον άνθρακα, ακόμα και τα πυρηνικά. Πιστεύουμε όμως ότι αν εκπονήσουμε ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα, με κρατική ενίσχυση, σε δέκα χρόνια όχι μόνο θα έχουμε εφεύρει πράσινες τεχνολογίες που θα λύσουν το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την κατάργηση των πυρηνικών σταθμών αλλά, επιπλέον, θα έχουμε δημιουργήσει έναν νέο κλάδο που θα κατακτήσει την παγκόσμια αγορά (ξεπερνώντας τον κινεζικό ανταγωνισμό), δίνοντας τεράστια ώθηση στις εξαγωγές μας όταν πια παραδοσιακές εξαγωγές μας, π.χ. αυτοκινήτων, θα αρχίσουν να φθίνουν.»

Το γερμανικό υπουργείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας είδε την πρόταση με συμπάθεια και την προώθησε στο υπουργείο Οικονομικών και στην Καγκελαρία. Για να εισπράξει την εξής αποστομωτική απάντηση: «Λόγω της συνταγματικής δέσμευσης για συρρίκνωση του δημόσιου ελλείμματος στο 0.5% του ΑΕΠ, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα της εν λόγω πρότασης, αδυνατεί να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο πρόγραμμα.».

Αυτή η ιστορία εμπεριέχει πολλά διδάγματα για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους οι οποίοι, λόγω της Ευρωζώνης, καλούνται να συνδιαλέγονται και να διαπραγματεύονται με το Βερολίνο για θέματα που αφορούν τη δική τους οικονομική και επενδυτική πολιτική. Αν το Βερολίνο απορρίπτει μια τέτοια πρόταση από γερμανούς βιομηχάνους και από το γερμανικό υπουργείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας (παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει πως η γερμανική βιομηχανία έχει τη δυνατότητα, άνευ κρουσμάτων διαφθοράς, να δημιουργήσει τεχνολογίες που λύνουν προβλήματα της ίδιας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και να γεννήσει νέους μακροπρόθεσμους πόρους πλουτισμού για τη γερμανική οικονομία) φανταζόμαστε όλοι με πόση απέχθεια αντιμετωπίζει αιτήματα των υπόλοιπων Ευρωπαίων για δημόσια επενδυτικά προγράμματα στη λοιπή Ευρωζώνη.

Το ερώτημα που πολλοί ρωτούν είναι: Γιατί τέτοιο «κόλλημα»; Γιατί αρνούνται να δανειστούν ακόμα κι οι ίδιοι με επιτόκια κάτω του 2% προς όφελος επενδύσεων που θα αποφέρουν στη Γερμανία πολλαπλάσια οφέλη; Η απάντηση σε αυτό το «γερμανικό αίνιγμα» μπορεί να είναι σύνθετη αλλά όχι όμως και ιδιαίτερα πολύπλοκη. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι πρέπει να αναζητηθεί, τουλάχιστον αρχικά, στα βάθη του 19ου αιώνα.

Πριν την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Βίσμαρκ, εν έτει 1871, η Πρωσία (το ισχυρότερο από τα γερμανικά κράτη) είχε πειραματιστεί με το μοντέλο του φιλελεύθερου, αποκεντρωμένου καπιταλισμού (βρετανικού τύπου) όπως το πρωτο-είχε παρουσιάσει στο βιβλίο του «Ο Πλούτος των Εθνών» ο Σκοτσέζος Άνταμ Σμιθ. Επρόκειτο για τη συνθήκη Zollverein, το 1833, η οποία δημιουργούσε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου εντός των περισσότερων γερμανικών κρατών (εξαιρουμένης της Αυστρίας). Το πείραμα αυτό απέτυχε παταγωδώς (καθώς δεν έφερε την εκβιομηχάνιση) και ο κλήρος έπεσε στον Βίσμαρκ να δοκιμάσει ένα άλλο «μοντέλο ανάπτυξης». Εν συντομία, επιλέχθηκε το εξής απλό μοντέλο, το οποίο και εφαρμόστηκε ιδίως μετά το 1870:

1. Προώθηση δημιουργίας μεγάλων ολιγοπωλιακών (σχεδόν μονοπωλιακών) ιδιωτικών επιχειρήσεων σε αγαστή συνεργασία, η κάθε επιχείρηση, με μία μεγάλη τράπεζα της περιοχής.

2. Συμπίεση, με κρατική παρέμβαση και συμπαράσταση, της αύξησης των μισθών κάτω από τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας (δηλαδή της παραγόμενης αξίας που αντιστοιχούσε σε κάθε εργαζόμενο). Στόχος αυτής της «συμπίεσης» ήταν ένας: οι αυξήσεις των εξαγωγών που θα επιτυγχάνονταν λόγω της αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων (σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι μισθοί αυξάνονταν γρηγορότερα, καθιστώντας τις γερμανικές εισαγωγές πιο ανταγωνιστικές ως προς την τιμή).

3. Εξαγωγή μεγάλου μέρους των κερδών της γερμανικής βιομηχανίας (από τις εξαγωγές) στο εξωτερικό (καθώς η παραμονή τους στη χώρα θα σήμαινε είτε μείωση των επιτοκίων – κάτι που θα αύξανε τον δανεισμό των νοικοκυριών - είτε, εφόσον ξοδεύονταν, αύξηση των τιμών) με αποτέλεσμα η Γερμανία να δανείζει στους υπόλοιπους Ευρωπαίους τα... χρέη τους προς αυτήν.

Αυτό το «μοντέλο ανάπτυξης» παραλίγο να καταρρεύσει στον Μεσοπόλεμο. Επανέκαμψε όμως πλήρως μετά τον πόλεμο υπό τη σκέπη και προστασία του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που δημιούργησε (για δικούς της λόγους) η Αμερική. Για είκοσι χρόνια, με τη βοήθεια των ΗΠΑ, οι τρεις άξονες του γερμανικού μοντέλου (ολιγοπωλιακή βιομηχανική οργάνωση, συμπίεση μισθών και εξαγωγή κεφαλαίων) λειτουργούσαν άψογα και χωρίς κανένα πρόβλημα. Όμως, όταν τον Αύγουστο του 1971 το διεθνές οικονομικό σύστημα που έστησαν οι ΗΠΑ μετά τον πόλεμο κατέρρευσε, ξάφνου «έσπασε» το σύστημα σταθερών ισοτιμιών όλων των δυτικών νομισμάτων μεταξύ τους και του καθενός με το δολάριο. Η Γερμανία απέκτησε τεράστιο πρόβλημα. Γιατί;

Το γερμανικό «μοντέλο ανάπτυξης», όπως είδαμε, στηρίζεται στα εμπορικά πλεονάσματα (που επιτυγχάνονται βασικά μέσω της συμπίεσης των μισθών) τα οποία μετατρέπονται σε εξαγωγές κεφαλαίων. Η χώρα ουσιαστικά (α) συμπιέζει τα εισοδήματα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων (και μαζί με αυτά την εγχώρια κατανάλωση), και (β) μετατρέπει τα πλεονάσματα που κερδίζει με αυτόν τον τρόπο σε περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό (είτε αυτά είναι ελληνικά ομόλογα είτε κτήρια και οικόπεδα στην Ισπανία). Όμως, αν οι ισοτιμίες κυμαίνονται ελεύθερα (ανάλογα με τη ζήτηση και την προσφορά του κάθε νομίσματος) τότε η χώρα με τα μόνιμα πλεονάσματα (η Γερμανία) θα βλέπει το νόμισμά της να ανατιμάται διαρκώς, κάτι που σημαίνει ότι (σε μάρκα) τα περιουσιακά στοιχεία που διαθέτουν οι Γερμανοί στο εξωτερικό (στις ελλειμματικές χώρες) χάνουν την αξία τους συστηματικά. Να γιατί η Γερμανία από το 1978 συμφώνησε αρχικά στις σταθερές ισοτιμίες εντός της Ευρώπης και, όταν αυτό το σύστημα σταθερών ισοτιμιών κατέρρευσε το 1992/3, δέχθηκε τη δημιουργία του ευρώ.

Το ευρώ λοιπόν (όσο και να λέγεται ότι το επέβαλε ο Φρανσουά Μιτεράν στον Χέλμουτ Κολ ως αντίτιμο για την αποδοχή της επανένωσης των δύο Γερμανιών) έλυσε ένα μεγάλο πρόβλημα για τη Γερμανία, επιτρέποντας τη διατήρηση του Βισμαρκικού «μοντέλου ανάπτυξης». Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, όταν λύνεται ένα πρόβλημα με τρόπο αποσπασματικό, δημιουργείται ένα άλλο. Στην περίπτωσή μας, το πρόβλημα ήταν ότι, ενώ η Ευρωζώνη έδωσε τη δυνατότητα στο γερμανικό «μοντέλο» να παράξει τα μεγαλύτερα πλεονάσματα στην ιστορία του, δημιούργησε παράλληλα ένα τέρας πίσω από την πλάτη των απογόνων του Βίσμαρκ (του γερμανικού πολιτικού προσωπικού): ήταν οι γερμανικές τράπεζες οι οποίες, άνευ«αδείας», παρέκκλιναν από τον ρόλο που τους είχε δώσει ο Βίσμαρκ, δηλαδή τη χρηματοδότηση των γερμανικών βιομηχανικών ολιγοπωλίων. Γιατί; Επειδή βρήκαν νέο τρόπο να κερδοφορήσουν που καμία σχέση δεν είχε με την παραγωγή αγαθών: Αγοράζοντας όλο και πιο επισφαλή περιουσιακά στοιχεία (π.χ. παράγωγα από τη μία και ελληνικά ομόλογα, μετοχές του ΟΤΕ κ.λπ. από την άλλη) σε μάρκα-ευρώ που δεν κινδύνευαν (έτσι νόμιζαν) από υποτίμηση σε σχέση με το... μάρκο-ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.

Όταν λοιπόν το 2008 κατέρρευσε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και τράπεζες όπως η Deutsche Bank πτώχευσαν (χωρίς ποτέ να αναγκαστούν να το παραδεχθούν από τις ρυθμιστικές αρχές), το γερμανικό κράτος αναγκάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να σώσει τις γερμανικές τράπεζες και έτσι το γερμανικό χρέος ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια του Μάαστριχ (το οποίο είχε βέβαια επιβάλει το ίδιο το Βερολίνο στην υπόλοιπη Ευρώπη). Με το χρέος και το έλλειμμα να απειλούν, η γερμανική κυβέρνηση είχε δύο επιλογές.

Η μία ήταν να αφήσει το έλλειμμα να αυξηθεί εν καιρώ κρίσης. Όμως αυτό θα σήμαινε το τέλος του «μοντέλου ανάπτυξης» που βασίζεται στα εμπορικά πλεονάσματα (τα οποία θα εξαφανίζονταν αν το κρατικό έλλειμμα μεγάλωνε την ώρα που, λόγω ύφεσης, οι επενδύσεις δεν αυξάνονταν). Η άλλη επιλογή ήταν η λιτότητα για το ίδιο το γερμανικό κράτος, κάτι που για να πετύχει απαιτούσε την παράλληλη αύξηση των εμπορικών πλεονασμάτων και τη συνεχιζόμενη προς τα κάτω συμπίεση των μισθών.

Επίλογος

Έτσι εξηγούνται δύο πράγματα:


Πρώτον, γιατί η γερμανική κυβέρνηση, παρά την έντιμη προσήλωσή της σε ένα πράσινο ενεργειακό μέλλον, αρνήθηκε να επενδύσει στους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας που δύνανται να παράξουν μεσοπρόθεσμα επικερδέστατες τεχνολογίες αιχμής στον τομέα της ενέργειας. Η κυβέρνηση του Βερολίνου προτίμησε να περιορίσει τα βραχυπρόθεσμα ελλείμματα για να διασώσει το Βισμαρκιανό «μοντέλο ανάπτυξης» (και τα εμπορικά πλεονάσματα στα οποία αυτό βασίζεται).

Δεύτερον, γιατί η κα Μέρκελ, ό,τι και να έλεγε απειλώντας αριστερά και δεξιά, την τελευταία στιγμή δεν υπήρχε περίπτωση να διακινδυνεύσει την Ευρωζώνη διατάζοντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να «κλείσει» τη στρόφιγγα της ρευστότητας (το ELA) στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δηλαδή να προβεί στην κίνηση που μπορούσε να εξαναγκάσει την Ελλάδα να βγει από το ευρώ). Αν το έκανε, θα διακινδύνευε τα συσσωρευμένα πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης (για τα οποία το γερμανικό κατεστημένο επέβαλε μόνιμη λιτότητα στον μέσο γερμανό εργαζόμενο).

Τέλος, μέσα από αυτό το πρίσμα, αναδεικνύεται η παντελής έλλειψη γερμανικού οράματος για την Ευρωζώνη. Το Βισμαρκικό «μοντέλο ανάπτυξης» μπορεί να κατάφερε να εκβιομηχανοποιήσει τη Γερμανία, και να την καταστήσει κραταιά οικονομία, όμως (α) έφερε τον πόλεμο δύο φορές στην Ευρώπη και (β) ήταν αδύνατον να «αναστηθεί» μεταπολεμικά άνευ της αρωγής των ΗΠΑ. Σήμερα αυτή η αρωγή δεν υπάρχει πια (λόγω της φθοράς της αμερικανικής ηγεμονίας). Η προσπάθεια που καταβάλει το Βερολίνο να διατηρήσει το Βισμαρκικό μοντέλο επεκτείνοντάς το σε όλη την Ευρωζώνη προσκρούει σε μια σκληρή αλήθεια: Η γερμανική επιτυχία (όπως και η επιτυχία της Ελβετίας ή των φορολογικών παράδεισων) βασίζεται στο ότι οι υπόλοιποι... δεν είναι σαν τη Γερμανία. Με άλλα λόγια, το γερμανικό «μοντέλο» δουλεύει όσο οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες δεν καταφέρνουν να το ενστερνιστούν. Εάν τα καταφέρουν, δεν θα βοηθά πλέον τη Γερμανία. Κι αν προσπαθήσουν να το ενστερνιστούν αλλά αποτύχουν τότε καταρρέει η Ευρωζώνη.

ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
Άβαταρ μέλους
By EDDIE_147
#89969 Το σωστό θα ήταν να γίνει τοπικό για το Γιανι.
Αλλά εκεί είναι λεπτά τα όρια με το Pour Homme.
Άβαταρ μέλους
By 21 quadra
#89979
EDDIE_147 έγραψε:Το σωστό θα ήταν να γίνει τοπικό για το Γιανι.
Αλλά εκεί είναι λεπτά τα όρια με το Pour Homme.


Ίσως η γωνία που το βλέπεις εσύ είναι αυτή που αναφέρεις αλλά μην γίνεσαι άδικος μαζί μου, υπάρχουν δεκάδες αναφορές για το θέμα που θα μπορούσε να γίνει ένα καλό τοπικό με οικονομικές αναλύσεις που μας διαφεύγουν στην ταχύτητα της ημέρας, και ναι, δεν είναι τόπος λατρείας του Γιάνι αυτό το τοπικό και ας μην το πιστεύεις.

Ορίστε ένα άρθρο του Γιόσκα Φίσερ, μη μου πείς ότι είναι τοπικό λατρείας και του Γ.Φίσερ

Γιόσκα Φίσερ:Η Ελλάδα νεκροθάφτης της γερμανικής λιτότητας

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντιπροέδρος της γερμανικής κυβέρνησης Γιόσκα Φίσερ αποδομεί τη ρητορική Μέρκελ ότι τα οδυνηρά προγράμματα λιτότητας είναι απαραίτητα για την οικονομική ανάκαμψη. Τι αναφέρει για τους Έλληνες που έκαναν χίλια κομμάτια την οφθαλμαπάτη

«Η Ελλάδα νεκροθάφτης της γερμανικής λιτότητας» είναι ο τίτλος εκτενούς άρθρου του πρώην υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας και αντιπροέδρου από το 1998 ως το 2005, Γιόσκα Φίσερ, το οποίο δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της οικονομικής εφημερίδας του Βελγίου L' Echo.

«Πρόσφατα, οι πολιτικοί και οι Γερμανοί δημοσιογράφοι διαβεβαίωναν ότι η κρίση του ευρώ είχε παρέλθει. Έλεγαν ότι η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση άντεξαν στην καταιγίδα» αναφέρει ο Γ. Φίσερ αναφέρει στην εισαγωγή του άρθρου και προσθέτει:

«Γνωρίζουμε τώρα ότι επρόκειτο περί λανθασμένης εκτίμησης, μιας ακόμη στην εξελισσόμενη κρίση, που ήδη είχε χαρακτηριστεί από επαναλαμβανόμενες λανθασμένες εκτιμήσεις. Η τελευταία εκτίμηση, όπως και πολλές προηγούμενες, προήλθαν από την τάση που έχουν οι διάφοροι παράγοντες να νομίζουν ότι οι επιθυμίες τους είναι η πραγματικότητα- και, για άλλη μία φορά, η Ελλάδα είναι εκείνη που θρυμμάτισε σε χίλια κομμάτια αυτή την οφθαλμαπάτη.

»Ακόμη και πριν από τη μεγάλη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, ήταν προφανές ότι η κρίση απειλούσε με επιδείνωση. Τα μέτρα λιτότητας- η πολιτική που υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζε τη μείωση της ζήτησης- απλούστατα δεν λειτούργησαν».

Αναφερόμενος στη συνέχεια στις αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, ο Γερμανός πολιτικός αναφέρει:

«Σε μία οικονομία που συρρικνώνεται, το ποσοστό του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ αυξάνεται αντί να μειώνεται και οι ευρωπαϊκές χώρες που ήταν σε ύφεση, είναι τώρα προ των πυλών της κατάρρευσης της οικονομίας τους, η οποία συνοδεύεται από μαζική ανεργία, ανησυχητικά επίπεδα φτώχειας, ενώ οι ελπίδες μειώνονται ολοένα και περισσότερο.

»Οι προειδοποιήσεις για τυχόν αρνητικές επιπτώσεις αγνοήθηκαν. Έχοντας ένα βαθύ ταμπού απέναντι στον πληθωρισμό, η Γερμανία της καγκελάριου Μέρκελ ισχυρίζεται πεισματικά ότι τα οδυνηρά προγράμματα λιτότητας είναι απαραίτητα για την οικονομική ανάκαμψη. Η ΕΕ δεν είχε και πολλές άλλες επιλογές από το να ακολουθήσει αυτή την άποψη. Τώρα που οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν παραγκωνίσει την εξαντλημένη και διεφθαρμένη ελίτ της χώρας προς όφελος ενός κόμματος που δεσμεύτηκε να βάλει τέρμα στις πολιτικές λιτότητας, οι επιπτώσεις εκδηλώθηκαν.

»Αλλά αν, από τη μία πλευρά, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ανοίξει το επόμενο κεφάλαιο της κρίσης του ευρώ, ο πολιτικός κίνδυνος –μπορεί και υπαρξιακός- τον οποίο αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι πολύ πιο σημαντικός. Η απότομη αποδέσμευση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ από την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (BNS) στις 15 Ιανουαρίου, προκάλεσε, χωρίς να θέτει άμεση χρηματοοικονομική απειλή, ένα τεράστιο ψυχολογικό σοκ, ενισχύοντας την απώλεια εμπιστοσύνης».

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της επιβίωσης του ευρώ, ο Γ. Φισερ σημειώνει:

«Το ευρώ, όπως συνεπάγεται από την απόφαση της BNS, παραμένει εύθραυστο. Και η απόφαση της ΕΚΤ να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα μαζικής επαναγοράς τίτλων, για περισσότερο από 1.000 δισεκατομμύρια ευρώ σε ομόλογα της Ευρωζώνης, αν και δίκαιη και απαραίτητη, υπονόμευσε ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη.

»Το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών ήταν αναμενόμενο εδώ και ένα χρόνο. Αν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην τρόικα και τη νέα ελληνική κυβέρνησή καταλήξουν, θα οδηγήσουν σε ένα συμβιβασμό που θα επιτρέψει στο κάθε μέρος να σώσει τα προσχήματα. Αν δεν βρεθεί καμία συμφωνία, η Ελλάδα θα κάνει στάση πληρωμών.

»Αν και κανείς δεν μπορεί να πει ποιες θα είναι οι επιπτώσεις μιας στάσης πληρωμών της Ελλάδας για το ευρώ, συμπεριλαμβάνει σίγουρα ένα ρίσκο για την επιβίωση του ενιαίου νομίσματος. Και με την ίδια βεβαιότητα, η μεγάλη καταστροφή που θα μπορούσε να γεννηθεί από μία έκρηξη της Ευρωζώνης δεν θα αφήσει ούτε τη Γερμανία άθικτη.

»Ο συμβιβασμός θα προέλθει από μια ελάφρυνση των μέτρων λιτότητας, οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν τη Μέρκελ σε δύσκολη θέση σε εσωτερικό επίπεδο (λιγότερο από μία αποτυχία του ευρώ). Αλλά δεδομένης της τεράστιας δημοφιλίας που χαίρει εντός Γερμανίας, και εντός της παράταξής της- υποτιμά τις επιλογές που έχει στη διάθεσή της-, θα μπορούσε να προχωρήσει πολύ περισσότερο, αν είχε μόνο περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό της».

Η λιτότητα καταρρέει, τονίζει στη συνέχεια ο Γιόσκα Φίσερ αναφέροντας τα εξής:

«Τελικά όμως, ενδέχεται να μην έχει άλλη επιλογή. Δεδομένης της επιρροής των ελληνικών εκλογών στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία, όπου η αντίθεση στα μέτρα λιτότητας είναι έντονη, οι πολιτικές πιέσεις- της δεξιάς όπως και της αριστεράς- στο Γιούρογκρουπ θα αυξάνονται συνεχώς.

»Δεν χρειάζεται να είμαστε προφήτες για να προβλέψουμε ότι το τελευταίο κεφάλαιο της κρίσης του ευρώ θα καταστρέψει τελείως την πολιτική λιτότητας της Γερμανίας- εκτός και αν η Μέρκελ επιθυμεί πραγματικά να λάβει το τεράστιο ρίσκο της αποτυχίας του ευρώ.

»Τίποτα δεν μας αφήνει να το πιστεύουμε. Όποιο και αν είναι το μέρος που θα κάνει το πρώτο βήμα στις επόμενες διαπραγματεύσεις, η τρόικα ή η νέα ελληνική κυβέρνηση, οι εκλογές στην Ελλάδα ερμηνεύονται ως αδιαμφισβήτητη ήττα της Μέρκελ και της στρατηγικής της για τη στήριξη του ευρώ.

»Γνωρίζουμε σήμερα ότι η ταυτόχρονη εφαρμογή μείωσης του χρέους και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θέτει σε κίνδυνο κάθε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, διότι υποβάλλει τους ψηφοφόρους σε υπερβολικά σκληρή δοκιμασία. Και επειδή, χωρίς ανάπτυξη, δεν θα υπάρξουν ούτε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όσο απαραίτητες και αν είναι.

»Αυτό είναι το μάθημα της Ελλάδας προς την Ευρώπη. Το ζήτημα δεν είναι να ξέρουμε αν η γερμανική κυβέρνηση θα το δεχτεί, αλλά πότε. Θα χρειαστεί μία παρόμοια κατάρρευση των συντηρητικών στην Ισπανία στις επόμενες εκλογές για να συνειδητοποιήσει η Μέρκελ την πραγματικότητα;

»Μόνο η ανάπτυξη θα κρίνει το μέλλον του ευρώ. Μέχρι και η Γερμανία, κύρια οικονομία της ΕΕ, χρειάζεται τεράστιες επενδύσεις στις υποδομές της. Αν η κυβέρνησή της έπαυε να βλέπει στο "μηδέν νέα χρέη" ως δόγμα και επένδυε καλύτερα στον εκσυγχρονισμό των μεταφορών της και των δημοτικών εξοπλισμών, στην ψηφιοποίηση των νοικοκυριών και των εταιρειών, το ευρώ και η Ευρώπη θα λάμβαναν γερή δόση βοήθειας. Πόσο μάλλον όταν αυτές οι επενδύσεις στη Γερμανία μπορούν να χρηματοδοτούνται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Η συνοχή της Ευρωζώνης και η επιτυχία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων εξαρτώνται πλέον από την ικανότητά της να ξεπεράσει το αναπτυξιακό της έλλειμμα. Η κυβέρνηση της Γερμανίας διαθέτει κάποιο δημοσιονομικό περιθώριο για να το πράξει. Το μήνυμα των ελληνικών εκλογών είναι ότι η Μέρκελ πρέπει να επωφεληθεί από αυτό, προτού είναι αργά».

«Η λιτότητα σκοτώνει: απόδειξη η Ελλάδα» αναφέρει στο τέλος του άρθρου του ο Γ. Φίσερ επισημαίνοντας:

«Η λιτότητα που εφαρμόστηκε ως θεραπεία ενάντια στα συμπτώματα του χρέους και του ελλείμματος, είναι πολύ βίαια θεραπεία, με παρενέργειες ιδιαίτερα καταστροφικές για τον λαό που υποβάλλεται σε αυτή.

»Απόδειξη αποτελούν τα στοιχεία από μελέτη που δημοσιεύτηκε χθες και στην οποία αποδεικνύεται η σχέση ανάμεσα στα ενισχυμένα μέτρα λιτότητας που υιοθετήθηκαν τον Ιούνιο του 2011 στην Ελλάδα και στην αύξησή των αυτοκτονιών στη χώρα. Μία ομάδα ερευνητών μελέτησε τις μηνιαίες στατιστικές των αυτοκτονιών στην Ελλάδα από το 1983 ως το 2012, σε σχέση με την πολιτική λιτότητας από το 2008, με εκείνες της περιόδου ευημερίας των προηγούμενων χρόνων (π.χ. όταν εισήλθε η χώρα στην Ευρωζώνη το 2002 ή κατά την περίοδο οργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004).

»Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ανακοίνωση, τον Ιούνιο του 2011, από την ελληνική κυβέρνηση, δεύτερου πακέτου μέτρων λιτότητας, που συμπεριλάμβανε μειώσεις μισθών δημοσίων υπαλλήλων και μείωση δαπανών κοινωνικής προστασίας, είχαν την πιο σημαντική επίπτωση στην καμπύλη των αυτοκτονιών, με αύξησή, κατά μέσο όρο, κατά 35,7% του αριθμού αυτοκτονιών κατά τους μήνες που ακολούθησαν, σε σχέση με τον μέσο όρο των προηγούμενων μηνών.

»Αντίθετα τα πιο χαμηλά στοιχεία στις μηνιαίες καταγραφές αντιστοιχούν σε πιο ευνοϊκές περιόδους, όπως τον Φεβρουάριο του 1983 και τον Νοέμβριο του 1999.

»Αριθμοί που πρέπει να συνδέσουμε με την έκρηξή των τηλεφωνικών αιτημάτων βοήθειας που κατέγραψαν οι υπηρεσίες ψυχολογικής βοήθειας, από το 2011. Οι αριθμοί είναι σίγουρα κάτω από την πραγματικότητα, όταν γνωρίσουμε την πολιτιστική απέχθεια των Ελλήνων να στρέφονται σε αυτές τις υπηρεσίες, και έχοντας επίσης στο νου μας ότι, π.χ., η Ορθόδοξη Εκκλησία αρνείται να κηδεύσει τα άτομα που αυτοκτόνησαν».

(ΑΠΕ - ΑΜΠΕ)