- 10 Ιουν 2017, 23:29
#405224
Είναι αυτή η αξία που δίνουμε στα βιώματά μας. Αυτά τα ηχοχρώματα, τα ερεθίσματα, οι στιγμές που συνταξιδεύουν και χαρακτηρίζουν την ύπαρξή μας.
Τις προάλλες βρέθηκα στην πατρίδα Ξάνθη για ένα γάμο ενός καλού μου φίλου. Στον επίλογο έκανα το κλασσικό δρομολόγιο από Ξάνθη προς τις παραλίες που κάθε καλοκαίρι βίωνα με τους γονεις.
Με τον πατέρα να κρατάει εναλλαξ ή το φτυάρι για δόλωμα ή τον κουβά για ψάρεμα. Με τη μητέρα να κρατά ενα δυο βιβλία κ να διευθύνει το μάζεμα ξύλων για τη βραδυνή φωτιά στην οποία καιγόταν ευλαβικά μελιτζάνες για σαλάτα ή / και καλαμπόκια.
In mèdia res...
Ξάνθη Βαφαίικα στάση για παγωτό στη διασταύρωση, Γενισέα με τη γυφτοσυνοικία (κανένας μεταμοντέρνος ρατσιστικός χαρακτηρισμός), Πεζούλα με την τεράστια κατηφόρα που τώρα μου φαίνεται μια απλά κατωφέρεια, Μάνδρα και ίσια μπροστά παραλία πριν τις κατασκηνώσεις... Legend of my mind...
Άπειρα απογεύματα και βράδυα με τη βραδυνή αλλαξιά ρούχων, το Autàn, μπόλικες ιστορίες, τραγούδια, νουθεσίες και προκαταλήψεις. Πίσω δεξιά τα κόκκινα εναλλάξ λαμπυρίζοντα φώτα (βλέπε και νιώσε στην κάτω φώτο στο κέντρο) των Κεραιών της Φωνής της Αμερικής στο Εράσμιο να λάμπουν πάνω κάτω σταν ιστόγραμμα ισοστάθμισης του Βραδυνού soundtrack της ησυχίας των αναμνήσεων και των ξερών ξυλόχορτων να σκάνε.
Δώδεκα μισή, "μία και κάτι" τα παφλάζοντα βήματα του πατέρα που σιμώνουν μέσα στα ρηχά νερά της ψαροθάλασσας σήμαιναν το μάζεμα. Σύντομη αποτίμηση της ψαριάς ένας κουβάς μουρμούρες και σπάροι κυρίως, φόρτωμα του Άγγλου (Austin Allegro ως το 1991 - Rover 416 gsi μετέπειτα) και επιστροφή στα 30λίγα χλμ για το σπίτι.
Σε αυτήν την αμμούδα μεγάλωσα πολλά καλοκαίρια. Οχι τουριστική παραλία, με το backround των φτωχο-βαρκων να λικνίζονται στο ρυθμό των κυμάτων και τα απίστευτα παιχνίδια της άμπωτης / πλήμμυρας που καθόριζαν πόσο μέσα θα καθόσουν για φωτιά. Με τις ξέρες μέσα στη θάλασσα να έχουν εφήμερα αμμουδερά κάστρα για μερικές ώρες...
Πλέον, σε κάθε, μα κάθε ευκαιρία επισκέπτομαι και μου έρχονται ...
...εκείνες οι στιγμές με τον κυρ Γιάννη να αδημονεί να βρέξει τα πόδια με το σκουλήκι (δόλωμα), να φύγει μέσα, να θέλει να δραπετεύσει σαν εμένα που με αφήνεις σε ένα υψίπεδο με την κάμερα και ένα macrοφακό να "ψαρέψω" πεταλούδες και μυρωδιές..
... εκείνες οι στιγμές με την κυρα Ρωξάνη που μαζεύαμε τα ξυλαράκια, χαζο-"μπατσεύαμε" (κάναμε μπάνιο) στα ρηχά με τις ώρες κ καθόμασταν δίπλα στη φωτιά με δισεκατομμύρια άστρα πάνω από το κεφάλι μας...
Και τώρα άγουμε. Φέρουμε και καθοδηγούμε τη νέα γενιά. Την αφήνουμε να περπατήσει. Να βραχεί. Να μυρίσει το ιώδιο. Να εκτιμήσει, από τώρα. Να τσαλαπατήσει το χαλί απο καύκαλα μυδιών σωλήνων και φύκια. Να δεί το καβούρι να περπατάει πλάγια, να μπαίνει στο νερό και να σκάβει τη νέα κρυψώνα του. Να δημιουργούμε το νέο ηχόχρωμα...
Σαν κύματα...