- 21 Απρ 2023, 01:56
#813635
Corto Maltese έγραψε:Να ανακαλέσει τι; Απλά είπαν ότι δε θα πατήσουν στο γήπεδο. Δεν τον έβρισαν ούτε είπαν κάτι προσβλητικό.
Να ανακαλέσει την απόφασή της να μην υποστηρίξουν οι οργανωμένοι στο γήπεδο την ομάδα.
ανακαλώ [anakaló]
-ούμαι παθ. αόρ. ανακλήθηκα
1α.καλώ, δίνω εντολή σε κπ. να επιστρέψει, να επανέλθει από εκεί όπου βρίσκεται: Ο πρεσβευτής μας στο Λονδίνο ανακλήθηκε / ανεκλήθη στην Aθήνα για διαβουλεύσεις. επαναφέρω κπ. στην τάξη, του υποδεικνύω ότι πρέπει να σταματήσει να παρεκτρέπεται: Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακάλεσε στην τάξη αυτούς που θορυβούσαν.
2. δηλώνω ότι κτ. δεν ισχύει πια: Ο κατηγορούμενος ανακάλεσε προηγούμενη κατάθεσή του, αναίρεσε. Σου ζητώ να ανακαλέσεις, μια κατηγορία, μια προσβλητική έκφραση κτλ. Aνακλήθηκε η δωρεά / η παραγγελία, ακυρώθηκε. H κυβέρνηση αναγκάστηκε να ανακαλέσει το νομοσχέδιο ύστερα από τις πιέσεις που δέχτηκε, να το αποσύρει.
https://www.greek-language.gr/greekLang ... %CF%8E&dq=
Έχει αποδειχτεί ότι, αεροδυναμικά και εξ αιτίας του βάρους, του μεγέθους και του σώματός του, ο μπάμπουρας δεν μπορεί να πετάξει, μόνο που αυτός δεν το ξέρει.