Σελίδα 5 από 14

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 07 Οκτ 2015, 16:25
από timkoul
Χελιδονοψαρο, ναι! Εχω φαει κι εγω, μικρος βεβαια, 8 χρονων νομιζω. Καπετανιος ο πατερας, ταξιδεψαμε ενα καλοκαιρι μαζι με τη μανα, Αγγλια - Αμερικη (Ν. Ορλεανη) - Νορβηγια - παλι Ν. Ορλεανη - Λαυριο...

Με το αδερφακι αυτουνου... http://www.shipspotting.com/gallery/photo.php?lid=113868

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 08 Οκτ 2015, 20:50
από 21 quadra
Οι λίρες

Είμαι Γ! μηχανικός στο M/V Carina της Mavroleon Bros και πηγαίνουμε στο Ιράκ, συγκεκριμένα στη Βασσόρα ή Μπάσρα, να πως εδώ ότι όλα αυτά έγιναν περίπου το 1975 πολύ πρίν ισοπεδώσουν το Ιράκ οι Αμερικάνοι, έχουμε λοιπόν έναν πολύ καλό καπετάνιο ο οποίος από ότι έλεγαν όσοι τον ήξεραν είχε πολύ μεγάλη περιουσία από την γυναίκα του, παρακάτω θα δείτε γιατί το λέω αυτό.

Πολλές φορές κατέβαινε στο καπνιστήριο και κάνοντας πλάκα με τον άλλο Γ! μηχανικό προσπαθούσαν να υπολογίσουν πόσες χρυσές λίρες χωράει ένας γκαζοτενεκές, είχε ψύχωση ο καπετάν – Λάμπρος με τις λίρες δεν ξέρω γιατί.

Θέλω να καταλήξω ότι ο άνθρωπος ήξερε από χρυσές λίρες και χρυσό, οπότε φτάνοντας προς το λιμάνι που γίνεται η λίστα πόσα λεφτά θέλει ο καθένας μας για να μας τα φέρει ο ατζέντης για να έχουμε να χρήματα να κινηθούμε έξω στο λιμάνι, μας είπε όμως επειδή προφανώς γνώριζε την εκεί αγορά χρυσού, ότι όποιος θέλει να αγοράσει χρυσές λίρες εδώ στη Βασσόρα είναι φθηνότερες από οπουδήποτε αλλού.

Σκέφτηκα, ρε λες ? Να χτυπήσω τίποτα λιρόνια για την Ιαπωνία που πάμε μετά να τα κάνω τράμπα στη μαύρη αγορά να βγάλω οικονομικά τα τετρακάναλα, μαγνητόφωνο και ραδιοενισχυτή, φωτογραφική, ρολόγια κλπ ψώνια που ήθελα να αγοράσω.

Το αποφάσισα και δήλωσα περισσότερα χρήματα να πάρω περίπου 20 χρυσές σε συνεννόηση με τον καπετάνιο περίπου πόσα δολάρια θα πρέπει να έχω μαζί μου κλπ, μη με ρωτήσετε πόσα δολάρια και πόσο οι λίρες γιατί έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια και δεν θυμάμαι ποσά.

Μας είπε ο καπετάνιος να προσέξουμε να είναι λίρες Εδουάρδου ή Ελισάβετ δεν θυμάμαι ποιες ήταν να το πω έτσι αυτές που ήταν ακριβότερες από τις άλλες που είχαν πιο μικρή αξία που προσδιοριζότανε από την εποχής της κοπής τους, ο φόβος του ήταν μην μας δώσουν τις φτηνές και τις πληρώσουμε για ακριβές και προσπάθησε να μας εξηγήσει για να μας προφυλάξει.

Εγώ δεν είχα δει χρυσή λίρα ούτε στον ύπνο μου πόσο μάλλον να τις αναγνωρίσω και να της ξεχωρίσω από τις ημερομηνίες κοπής τους, μίλαγε ο καπετάν – Λάμπρος και εγώ άκουγα Κινέζικα.

Τέλος πάντως το απόγευμα ήρθε η ώρα να βγούμε, οπότε λίγο πρίν φύγουμε πάω στον Γραμματικό ( Β! καπετάνιος ) και του λέω καπετάν- Γιάννη δάνεισε μου για λίγο τον μεγεθυντικό φακό που έχεις στη γέφυρα, τι τον θέλεις ρε μου λέει, δώστον του λέω και θα σου πω μετά.

Βγήκαμε εν τέλει και πήγαμε στην πόλη, εγώ ξέκοψα από τους υπόλοιπους και άρχισα μόνος μου να κοιτάω τα μαγαζιά με τα χρυσά όπως είναι και τα δικά μας κοσμηματοπωλεία, οι δρόμοι εκεί ήταν στενοί και χωμάτινοι, σοκάκια κανονικά με πλινθόκτιστα σπίτια, μισοσκόταδο στους δρόμους και λίγες γκαζόλαμπες εδώ και εκεί, μόνο στα μαγαζιά υπήρχε ρεύμα, δεν είχαμε πάει ακριβώς στο κέντρο της πόλης αλλά σε κάποια άκρη της πόλης αφού δεν είχε ούτε αυτοκίνητα.

Κάποια στιγμή νιώθω ένα πιτσιρίκι να μου τραβάει το παντελόνι και να με ρωτάει αν θέλω να αγοράσω χρυσό, λέω μέσα μου για να δούμε τι θα δούμε, εντάξει του λέω πάμε, μπροστά ο μικρός πίσω εγώ με τέλεια άγνοια κινδύνου χωνόμαστε σε κάτι στενά, κάποια στιγμή κατεβαίνει ο μικρός σε ένα υπόγειο με χωμάτινα σκαλιά και μπαίνουμε σε ένα μικρό δωμάτιο που το φώτιζε μια λάμπα πετρελαίου και κάτω ήταν στρωμένα διάφορα χαλιά.

Στο κέντρο του δωματίου με πλάτη στον τοίχο καθισμένος σε μαξιλάρες ένα χοντρός τύπος με τον άργιλέ δίπλα του και μπροστά του ήταν ένα χαμηλό τραπεζάκι με 2 βελούδινες θήκες, μια μπλε και μια κόκκινη. Από πού είσαι ? με ρωτάει, από την Ελλάδα του λέω εγώ, ο χοντρός ανακάθισε στις μαξιλάρες και μου λέει εγώ τους αγαπάω τους Έλληνες και έχω πολλούς φίλους.

Καλά σκέφτηκα εγώ, και από την Αλάσκα να του έλεγα ότι ήμουνα το ίδιο θα μου έλεγε ότι αγαπάει την Αλάσκα και έχει πολλούς φίλους. Θέλεις λίρες ? με ρωτάει, βέβαια του λέω γιαυτό είμαι εδώ. Κάνει μια κίνηση και φέρνει μπροστά του ένα μπρούτζινο δίσκο από αυτούς του χειροποίητους που υπάρχουν σε όλα τα παζάρια της Ανατολής και βάζει επάνω την μπλε θήκη και την ανοίγει, στην θήκη μέσα υπήρχαν δίπλα - δίπλα στοιχημένες 50 λίρες.

Παίρνω τον δίσκο μπροστά μου, γέρνω λίγο προς την λάμπα να δω καλύτερα και με αργές κινήσεις βγάζω από την κωλότσεπη τον μεγεθυντικό φακό που είχα πάρει από τον Γραμματικό και τον πλησιάζω προς τις λίρες.

Ακόμα θυμάμαι χαρακτηριστικά την κίνηση του και τα λόγια του, βιαστικά κλείνει τη θήκη και μου λέει, αυτές δεν είναι για εσένα και βάζει επάνω στον δίσκο την κόκκινη θήκη που είχε και αυτή 50 λίρες τοποθετημένες με τάξη, αμίλητος εγώ πήρα τον δίσκο τις εξέτασα με το φακό, τι εξέταζα δηλαδή, πρώτη φορά έβλεπα λίρες από κοντά, τέλος πάντων αγόρασα 25 κομμάτια χαιρετηθήκαμε και έφυγα, βρεθήκαμε αργότερα σε ένα μπαρ με τους άλλους με χορό της κοιλιάς κλπ τουριστικές ατραξιόν, ήπιαμε τσάι, κάτι ξηρούς καρπούς και γυρίσαμε στο καράβι.

Την άλλη μέρα στις 10 στον καφέ στο καπνιστήριο κατεβαίνει ο καπετάνιος και ρωτάει τι κάναμε χτες, αν αγοράσαμε χρυσά, λίρες κλπ. ΄Λλλοι είχαν πάρει σταυρούς, άλλοι λίρες, τις κοιτάει ο καπετάνιος και αποφαίνεται ότι οι μόνες σωστές λίρες ήταν οι δικές μου, οι άλλοι είχαν πληρώσει τις ακριβές και είχαν πάρει τις φτηνές.

Με ρωτάει ο καπετάνιος, πως τα κατάφερες ρε Τακούλη, έτσι με έλεγε, του είπα τι έκανα με τον φακό και ξεράθηκε στα γέλια, ο Γραμματικός πήρε ανάποδες και μου λέει γιατί ρε τσόγλανε Πειραιώτη δεν μας είπες τίποτα ?

Αυτά δεν λέγονται καπετάν – Γιάννη, εμένα του λέω μου ήρθε μια φλασιά να κάνω αυτό το πράγμα, αν δεν έπιανε και με κορόιδευαν και εμένα τώρα θα μου ζήταγες τα ρέστα, δεν μίλησε καθόλου.

Το μεσημέρι φύγαμε για την Γκόα στις Ινδίες να φορτώσουμε μινεράλι ( μετάλλευμα ) για την Ιαπωνία, και στις Ινδίες είχαμε περιστατικά θα τα γράψω άλλη φορά, τώρα να συνεχίσω με τις λίρες που ήθελα να τις πουλήσω στη μαύρη αγορά στην Ιαπωνία.

Μετά από 10 ημέρες αφού φορτώσαμε ξεκινήσαμε από την Γκόα βάζοντας πλώρη για την Χιροσίμα, πάντοτε λίγες ώρες πριν φτάσουμε πρίν φτάσουμε στο λιμάνι γίνεται ένα δηλωτικό στα αφορολόγητα που έχουμε και κλειδώνονται σε μια αποθήκη την οποία ελέγχει το τελωνείο έχοντας τη λίστα στο χέρι και την σφραγίζει με μολυβδοσφραγίδα, όταν όμως ένα καράβι έρχεται από μέρος πχ όπως η Βασσόρα που έχει φτηνό χρυσό το γνωρίζουν πολύ καλά το θέμα και ψάχνουν όλο το πλοίο για τυχόν κρυμμένα αδήλωτα και λαθραία.

Όλοι είχαν δηλώσει τις λίρες και ότι χρυσό αγόρασαν από το Ιράκ εκτός από εμένα, με πιάνει σε μια άκρη ο καπετάνιος και μου λέει, Τακούλη που οι λίρες σου ?
Γιατί δεν τις δήλωσες ?
Του λέω καπετάνιε το και το, θα τις δώσω στη μαύρη και θα αγοράσω κάτι ακριβό που θέλω.
Κακομοίρη μου αν σε πιάσουν και φάμε πρόστιμο θα σε φουντάρω στη θάλασσα όταν φύγουμε μου λέει, μείνε ήσυχος καπετάνιε του λέω, αλλά από το χρώμα του μόνο και την ανησυχία στα μάτια του φαινόταν ότι δεν ένιωθε καλά.

Μπήκαμε στο λιμάνι, πέσαμε στο ντοκ ήρθαν οι αρχές επάνω μόλις δέσαμε και πλάκωσαν καμμιά 30ριά άτομα με τις στολές του τελωνείου και άρχισαν να ξηλώνουν όπου νόμιζαν ότι μπορεί να κρύβεται κάτι, οι μισοί ξήλωναν και οι άλλοι μισοί τα ξανάβαζαν στη θέση τους, κατσαβίδια, καθρεφτάκια, φακοί, ένα ολόκληρο συνεργείο εργαλεία είχανε φέρει.

Και που δεν πήγαν, σε όλα τα μαγαζιά της πλώρης που είναι τα εργαλεία της κουβέρτας και οι μπογιές, κατέβηκαν στα μαγαζιά στο μηχανοστάσιο, μπήκαν στις σεντίνες, από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα έψαχναν, ο καπετάνιος κίτρινος τριγυρνούσε να μην τον βλέπουν, εγώ έκοβα βόλτες με ένα μεγάλο πλαστικό κόκκινο αδιαφανές ποτήρι έπινα γουλιά – γουλιά τον φραπέ μου, κάποια στιγμή τελείωσε το κυνηγητό, μας χαιρέτισαν και έφυγαν.

Μόλις κατέβηκαν την σκάλα και μπήκαν στα αμάξια τους οι τελώνηδες βάζει μια φωνή ο καπετάν - Λάμπρος, έλα εδώ ρε κωλόπαιδο και πες μου που είναι οι λίρες σου γιατί μου έχει φύγει η μισή ζωή μου είναι άλλο να μην ξέρω και άλλο να γνωρίζω και να περιμένω την καμπάνα και το ρεζιλίκι.

Εδώ είναι καπετάνιε του λέω και αδειάζω το ποτήρι από τον καφέ και τους δείχνω τις λίρες που τις είχα μέσα στον καφέ, έμεινε κόκαλο και δεν μπορούσε να μιλήσει, στο τέλος μου έχωσε μια μούντζα και πήγε στην καμπίνα του μουρμουρίζοντας κάτι άσχημο για τον Πειραιά και το Πασαλιμάνι,

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 08 Οκτ 2015, 21:20
από KiloMeater
Αχαχά... Καλή φάση ο φραπές

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 08 Οκτ 2015, 22:06
από famas
Κάτσε καλά ιστορία. Quadra αν έπινες φραπέ το 1975 από λάθος λιμάνι είσαι. Όχι στο Πειραιά, από Θεσσαλονίκη έπρεπε να ήσουνα. :lol:

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 08 Οκτ 2015, 23:08
από belgarion
21 Quadra φοβερή ιστορία,να μαθαίνουμε και τίποτα χρήσιμο ,ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστεί...

.

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 09 Οκτ 2015, 10:55
από rocsta
Δυνατές και οι δύο ιστορίες κ. Παναγιώτη :lol: :metalo: :thumbsup:

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Οκτ 2015, 17:15
από 21 quadra
Το Ρίκσο

Μαντράς Ινδίες 1975, κλασικά ζέστη, υγρασία, μυρωδιές που στον άμαθο δεν αντέχονται, ιδίως το coconat oil στα μαλλιά τους, έχω βγει από το βαπόρι βόλτα με τον φίλο Γιάννη τον άλλο Γ! μηχανικό, έμεινε στο βαπόρι ο Β! μηχανικός που βαριότανε να βγει, ο οποίος Γιάννης ήθελε ντε και καλά να κάνει βόλτα με Ρίκσο, τα Ρίκσο είναι τρίκυκλα ποδήλατα με οδηγό εμπρός και πίσω του ένας καναπές για 2 επιβάτες εκτελώντας χρέη ταξί για κοντινές αποστάσεις, οι Ινδίες είναι γεμάτες από αυτά.

Ο Γιάννης είναι ένας τύπος εντελώς αψυχολολόγητος, καλό παιδί αλλά ώρες – ώρες κολλάει το μυαλό του και μπορεί να κάνει τη μεγαλύτερη κουτουράδα.

Είναι ήδη απόγευμα, σούρουπο, σταματάμε ένα τύπο με Ρίκσο και του λέει ο Γιάννης να μας πάει σε ένα μπαρ που να μην πηγαίνουν τουρίστες, ΟΚ σάμπ (σαχίμπ) που σημαίνει κύριε ή αφέντη ή κάτι τέτοιο μας λέει ο ταξιτζής μας και αρχίζει να ποδηλατεί, έχει περάσει αρκετή ώρα και πηγαίνουμε σε ένα στενό ίσια χωράνε 2 αυτοκίνητα ασφαλτοστρωμένο δρόμο για κάποια χλμ.

Το σκοτάδι έχει πυκνώσει και δεν βλέπουμε πουθενά φώτα και έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι που στο διάβολο πάμε, ακούμε κάθε τόσο να περνάνε δίπλα μας φορτηγά ή λεωφορεία τα οποία δεν τα βλέπαμε μόνο τα ακούγαμε, είχαν κάτι φώτα τσίμπλες σαν καντήλια και εμείς επάνω στο Ρίκσο να αρχίζουμε να ανατριχιάζουμε που πάμε και αν θα φτάσουμε κάπου κάποτε ή θα μας βρουν λιωμένους από κάποιο φορτηγό.

Βρε |λογοκρισία| τι το ήθελες αυτό του λέω, κοίτα τώρα Νότη τι θα του κάνω του |λογοκρισία| μου απαντάει ο Γιάννης, σταμάτα ρε του λέει, σταματάει αυτός να ποδηλατεί και ο Γιάννης τον ρωτάει αν φτάνουμε, φτάνουμε – φτάνουμε του απαντάει ο κούλης, πόσα λεφτά θέλεις του λέει ο Γιάννης, 5 ρουπίες σάμπ απαντάει αυτός, πάρε 10 και τρέχα πιο γρήγορα του λέει ο δικός μου και αρχίζει αυτός μια κούρσα σαν πρωταθλητής των πεντάλ, σε λίγο βγάζει άλλες 10 ρουπίες ο βλάκας ο δικός μου και του λέει πάρε τις και πήγαινε πιο γρήγορα, δεν νομίζω ότι είχε κάνει πιο γρήγορες πεταλιές στη ζωή του ο φουκαράς.

Μετά από λίγο άλλες 10 ρουπίες, το Ρίκσο πια τούρμπισε, ο Ινδός χοροπηδούσε δεξιά - αριστερά σαν παλαβός, άλλες 10 ρουπίες ο Γιάννης οπότε κατάλαβα ότι μπήκε στο mood της |λογοκρισία| του, έλα βρε |λογοκρισία| του λέω ηρέμησε θα τον πεθάνεις δεν βλέπεις τι κάνει, να πεθάνει Νότη μου λέει να βγάλει αφρούς, εκεί αρπαχτήκαμε φραστικά για τα καλά, μέχρι να το συζητήσουμε και να τον ηρεμήσω ο οδηγός μας σταμάτησε κατέβηκε από το ποδήλατο ξάπλωσε στο δρόμο και κλαίγοντας λέει στον Γιάννη, σάμπ please, no more money I will die, no more money please.

Φαίνεται ότι συνήρθε ο Γιάννης από το κλάμα του φουκαρά και ηρέμησε, καθίσαμε μέχρι να ξεκουραστεί ο ταξιτζής μας και συνεχίσαμε κανονικά μέχρι το χωριό που φτάσαμε μέσα στο μαύρο σκοτάδι, από το σκοτάδι και από το σταμάτημα δεν μπορεσα να υπολογίσω πόσα μακρυά πήγαμε, αλλά 5 χλμ θα ήταν σίγουρα ίσως και παραπάνω, στο χωριό χωματόδρομοι και παντού γκαζόλαμπες και στο κωλάδικο που πήγαμε είχε καμμιά 10ριά λάμπες για να βλέπουμε, 5 τραπέζια της κακιάς ώρας ένας βρώμικος πάγκος και κάτι κουτσές καρέκλες όλος ο εξοπλισμός του καταστήματος, sic, που μας έφερες ρε ηλίθιε του λέω του Γιάννη, καλά δεν είμαστε στην πόλη ?, άσε Νότη να γνωρίσουμε πως διασκεδάζουν αυτοί στα δικά τους μέρη μου λέει ο βλάκας και βέβαια δε γλίτωσε τη μούντζα.

Ήπιαμε 2 μπύρες σαν κατρουλιό και είπαμε να γυρίσουμε πίσω, άντε πάλι στο σκοτάδι με το βάσανο των αυτοκινήτων που μόνο τα ακούγαμε και δεν τα βλέπαμε, είναι από τις λίγες φορές που δεν ήξερα αν θα τη γλιτώσω και θα συνεχίσω να ζω και να αναπνέω, ακόμα απορώ πως βλέπανε να οδηγούσαν οι σατανάδες.

Στο Μαντράς έγιναν και άλλα ευτράπελα.


Εικόνα

Εικόνα


pic host

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 23 Οκτ 2015, 09:46
από umaga
επικ :thumbsup:

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Μαρ 2016, 17:13
από blinkys
Κάθεται στα γόνατα, η πλάτη στον τοίχο κόντρα. Το τσιγάρο στο χέρι του καίγεται μόνο του. Το κοιτάει ανόρεχτα. Δίπλα του ενα παλιό σκουτεράκι ξεκοιλιασμένο. Διάσπαρτα εργαλεία και σπασμένα πλαστικά. Κλείνει τα μάτια και θυμάται.
Θυμάται τον πατέρα του «Δεν θα οδηγάς χωρίς δίπλωμα.». Σκατά. Μονόδρομος το πενηντάρι. Θυμάται την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα για δίπλωμα. Την λυσσαλέα προπόνηση για να περάσει την δεύτερη φορά. Είκοσι μέτρα απο το αστυνομικό τμήμα δοκίμαζε τα σλάλομ και τα οχτάρια μέχρι να μείνει απο βενζίνη , προκαλώντας την απορία των περαστικών που έβλεπαν ένα πιτσιρίκο να κινείται ασυνάρτητα μέσα στη νύχτα. Πιάνει ενα πλαστικό και κοιτάει τις γρατζουνιές. Κάθε γρατζουνιά και μια ιστορία. Δεκαπέντε χρόνια στη σειρά ήταν εκεί. Ποτέ δε ζήτησε τίποτα εκτός από λάδι και βενζίνη.

Θυμάται τις πρώτες μέρες. Το προσεκτικό στρώσιμο. Τετρακόσια χιλιόμετρα άντεξε. Και ας έλεγε η «πιάτσα» τουλάχιστον χίλια. Πιάνει ένα κουτί και βλέπει μέσα τους καθρέφτες. Γυαλιστεροί σαν την πρώτη μέρα. Θυμάται τον άτυχο περαστικό που χτύπησε με τον καθρέφτη και χαμογελάει. Η επίσημη δικαιολογία για να τους βγάλει. Το τσιγάρο του καίει το δάχτυλο και το πετάει. Στρίβει άλλο , το ανάβει και κρατάει το πλαστικό στα χέρια.

Θυμάται... Θυμάται την τούμπα στα χιόνια στην προσπάθεια να εντυπωσιάσει την Β. Δημοσιογράφος τώρα αυτή σε μεγάλο κανάλι θα κάνει κανένα ρεπορτάζ για τους αλήτες μηχανόβιους. Θυμάται την πρώτη βόλτα που έκανε παρέα με τη Β. Θυμάται και την Μ. Και άλλες πολλές που πέρασαν απο την σέλα. Γαμώτο ακόμα και ερωτική εξομολόγηση για πρώτη φορά πάνω σε αυτή τη σέλα έκανε ! Σχεδόν νιώθει το στήθος των νέων,τότε, κοριτσιών να ακουμπάει στην πλάτη του.
Θυμάται....Θυμάται αμέτρητες κόντρες. Κυνηγητά με την ένδοξη ομάδα Ζ. Τώρα και να τον σταματήσουν μια παρατήρηση και τέλος. Τον φωνάζουν και κύριε. Κάπου σε μια γωνία παίρνει το μάτι του ένα παλιό μπροστινό λάστιχο. Δε φαίνονται πλέον τα στοιχεία του. Ανοιγμένο στο πλάι. Σχεδόν σλικ. Δώδεκα χρόνια άντεξε το άτιμο ! Κι όμως είναι όμορφο. Δίπλα του το καινούργιο με το βαθύ πέλμα μοιάζει άσχημο. Αταίριαστο. Αν δεν έχανε αέρα θα έβαζε πάλι το παλιό. Τι ιστορίες έχει να διηγηθεί. Πόσους δρόμους έχει περπατήσει. Άσφαλτο, χώμα, χαλίκι. Και που δεν έχει πάει.

Θυμάται το παιχνίδι που έπαιζε με τους φίλους του. Όποτε είχαν συνεπιβάτη, υπολόγιζαν πότε θα γυρίσει στο δρόμο το κανόνι που πότιζε τα χωράφια για να τον βρέξουν. Γέλια, πειράγματα ακόμα και τσαμπουκάδες. Θυμάται την πρώτη τούμπα. Την έκπληξη στην αρχή όταν το μπροστινό γλύστρισε στα χαλίκια που έπεσαν απο το φορτηγό και πριν λίγο δεν ήταν εκεί. Το τσούξιμο στο πόδι καθώς σερνόταν στην άσφαλτο. Την αγωνία της επιθεώρησης μετά την τούμπα. Το ασυναίσθητο τρίψιμο στα πλαστικά λες και θα έφευγαν με το χέρι οι γρατζουνιές.

Το κοιτάει να στέκει εκεί ξεκοιλιασμένο, γυμνό και μετανιώνει. Μετανιώνει που δε του φέρθηκε ποτέ με στοργή. Ποτέ δεν είδε φρέσκο νεράκι στο ψυγείο του. Ποτέ δεν αλλάχτηκε το φίλτρο αέρα να παίρνει καθαρό αέρα. Ακόμα και το μπουζί έχει χρόνια να το αλλάξει. Κι όμως αυτό εκεί. Να παίρνει μπροστά κάθε μέρα. Όποτε το ζήτησε ήταν εκεί. Αν όχι με την πρώτη , με τη δεύτερη μανιβελιά ζωντάνευε . Το πιστονάκι του ποτέ δε σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει. Υπέμενε υπομονετικά την κακομεταχείριση. Μια ζωή τέρμα γκάζι δούλευε. Ποτέ δε ζήτησε κάτι.

Η αλήθεια είναι ότι τώρα τελευταία τον κούραζε. Κάτι το ανύπαρκτο πίσω φρένο, κάτι το ότι ουσιαστικά δεν είχε μπροστά ανάρτηση είχε γίνει επικίνδυνο. Η λογική έλεγε να το παρατήσει. Κι όμως. Ακόμα κι έτσι ποτέ δε το πρόσεξε. Ακόμα και όταν ο πιτσιρικάς στο συνεργείο το δανείστηκε και αγνόησε την συμβουλή για το άθλιο μπροστινό λάστιχο και σταμάτησε πάνω σε ένα Τογιότα, ακόμα και τότε το «συμμάζεψε» και το κυκλοφορούσε.

Τα σπασμένα πλαστικά τρυπήθηκαν και δέθηκαν με δεματικά καλωδίων. Σαν παιδί του Φρανκεστάιν έμοιαζε το καήμενο. Ακόμα κι έτσι ήταν εκεί. Δε σταμάτησε ποτέ να δουλεύει. Σε κάποια φάση ζεστάθηκε πολύ. Τόσο που έσβησε. Δεν το άφησε να ηρεμήσει. Πήρε μπροστά και συνέχισε. Έσβησε ξανά. Εκεί πίστεψε ότι κατάφερε να το σκοτώσει. Κι όμως σαν άλλος φοίνικας, ξαναγεννήθηκε απο τις στάχτες του και μετά από μερικές μανιβελιές πήρε ξανά μπροστά. Μόνο με ένα τρόπο έδειχνε τη δυσαρέσκεια του. Που και που, το έπιανε τσιγαρόβηχας και γέμιζε τον τόπο με δίχρονα ντουμάνια. Ειδικά μετά το αλματάκι στο σημείο που τα συνεργεία του δήμου ένωσαν δύο δρόμους δημιουργώντας υψομετρική διαφορά. Και πάλι όμως αρκούσε ενα καλό τελίκιασμα για να καθαρίσει.

Όταν έκανε κρύο δυσκολευόταν να πάρει μπροστά. Σαν να είχε κουραστεί. Σαν να τον παρακαλούσε να το αφήσει ήσυχο. Ποτέ ομώς δεν παραιτήθηκε. Πάντα εκεί. Σε κρύα , χιόνια, βροχές , σε άσφαλτο και χώμα πιστός σύντροφος. Σκυλί θα έλεγε κάποιος. Και ίσως να είχε δίκιο. Γιατί ενώ ήταν δεκαπέντε χρονών μηχανάκι έμοιαζε γέρικο. Μάλλον τα μηχανάκια γερνάνε όπως τα σκυλιά.

Η λογική έλεγε να το παρατήσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να το φτιάξει με λογικό κόστος. Όλα τα πλαστικά για πέταμα. Μπροστά ανάρτηση το ίδιο. Φρένα το ίδιο. Σέλα το ίδιο. Καλύτερα να το πετούσε στα σκουπίδια. Πως όμως να πετάξεις τόσες αναμνήσεις; Πως να αποχωριστείς έναν τόσο πιστό σύντροφο ; Δεν ήταν μια βέσπα, ή μια λαμπρέττα. Να το κρατήσει να είναι ιστορικό. Αλλά δεν μπορούσε να το σκοτώσει. Όχι όσο αυτό αρνούνταν να πεθάνει.
Θύμωσε... πήρε και έσπασε όσα πλαστικά είχαν απομείνει ανέπαφα από το τογιότα. Έμεινε γυμνό και άσχημο. Βίδωσε όπως όπως το φανάρι και συμμάζεψε λίγο τα σκόρπια καλώδια. Ξαναέβαλε τη σκισμένη σέλα.

Φαινόταν περίεργο το φανάρι έτσι λοξά. Θα ορκιζόταν ότι χαμογελούσε . Κι αυτός χαμογελούσε. Πήρε τηλέφωνο και ακύρωσε την παραγγελία για το καινούριο μηχανάκι. Έχω μηχανάκι σκέφτηκε. Αυτό είναι το μηχανάκι ΜΟΥ.

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Μαρ 2016, 17:43
από Anonymous Founder
Πολύ πολύ όμορφο κείμενο, μπράβο!

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Μαρ 2016, 17:46
από bibendum
Γλυφτης αντμιν...
Αρχαιολαγνος μπλινκυς :s_tongue

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Μαρ 2016, 17:47
από PaNick67
blinkys, πολυ ωραιο, μπραβο!

Μου θυμησε κατι παλιες "ιστοριες του Στουκερμαν" που διαβαζα σε περιοδικο μοτοσυκλετας.

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Μαρ 2016, 18:12
από BEAMS
Blinkys μπράβο :s_thumbsup

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Μαρ 2016, 18:34
από elvet
Πολύ ωραία ιστορία blinkys!!
Μπορείς να γράφεις και λίγο συχνότερα στο φόρουμ :lol:

Re: Αληθινές ιστορίες

ΔημοσίευσηΔημοσιεύτηκε: 10 Μαρ 2016, 21:46
από dimviii
παρα πολυ ωραιο! :s_thumbsup