Γενικά αυτοκινητιστικά θέματα
Άβαταρ μέλους
By dimviii
#439335
blinkys έγραψε: Στην αρχή τα καρμπυρατέρ μπέρδεψαν αλλά σχεδόν αμέσως καθάρισε το μοτερ .
:inlove: :metalo:

πολύ ωραιο,γραφε πιο συχνα. :rtfm:
Άβαταρ μέλους
By blinkys
#458789 Η κόντρα
Ο Νίκος ξύπνησε με ένα κεφάλι ασήκωτο από τη χθεσινή κραιπάλη. Κοίταξε βαριεστημένα το κινητό και είδε ότι η ώρα είχε πάει 12. Ευτυχώς είχε ρεπό σήμερα. Αγνόησε την ένδειξη χαμηλής μπαταρίας, προφανώς είχε ξεχάσει να το φορτίσει το πρωί που γύρισε, όπως και τις πολλές αναπάντητες της Ξένιας. Η Ξένια ήταν η μόνιμη σχέση του από τότε που μετακόμισε στην Αθήνα από την μικρή επαρχιακή πόλη που μεγάλωσε. «Καλύτερα. Δε θα με ενοχλήσει κανένας σήμερα.» μουρμούρισε καθώς περίμενε να γίνει ο καφές. Άνοιξε το παντζούρι και το φως του ήλιου τον τύφλωσε. Η πρώτη γουλιά καφέ τον έκαψε και βλαστήμησε. Γέλασε μόνος του όταν θυμήθηκε πως νευριάζε η Ξένια κάθε φορά που έβριζε μπροστά της.
Άνοιξε την ντουλάπα. Κάτω από τον σωρό με τα τσαλακωμένα τζιν , ξεχώρισε το δερμάτινο μπουφάν και το κράνος. Φόρεσε το μπουφαν και αμέσως ένιωσε λίγο άβολα. Κοίταξε τη ζελατίνα του κράνους και χαμογέλασε. Κάθε γρατζουνιά έκρυβε και μια ιστορία. Βιαστικά κατέβηκε στο γκαράζ. Δίπλα στο καλογυαλισμένο εταιρικό Audi ίσα που ξεχώριζε η σιλουέτα μια μοτοσυκλέτας σκεπασμένη πρόχειρα με μια κουβέρτα.

Το είχε σχεδιάσει απο καιρό. Πριν από μια βδομάδα την είχε στείλε κρυφά για service. Την πήρε ένα φίλος του και την πήγε σε έναν παλιό μάστορα που την συμμάζεψε μετά από μια δεκαετία που καθόταν ακίνητη. Χαμογέλασε όταν σκέφτηκε πόσο θα θύμωνε η Ξένια αν μάθαινε πόσα πλήρωσε στον μάστορα για την «παλιατζούρα», όπως αποκαλούσε την μηχανή. Η Ξένια και η δουλειά ήταν οι δυο αιτίες που δεν καβαλούσε πλέον. Η θέση του στην εταιρεία δεν του επέτρεπε να πηγαίνει καθημερινά ντυμένος σαν εξωγήινος με τα δερμάτινα, το κράνος και τις μπότες. Και με το κουστούμι θα ήταν γελοίο θέαμα καβάλα στην «γριά». Η Ξένια γκρίνιαζε. Ότι κάνει πολύ θόρυβο. Ότι όλο χαλάει και ξοδεύουν ένα σωρό λεφτά για ένα παλιό μηχανάκι. Δεν έχει άδικο σκέφτηκε. Είναι παλιό μηχανάκι.

Τράβηξε την κουβέρτα και από κάτω φάνηκε μια κατακόκκινη Ducati. Την έσπρωξε έξω από το γκαράζ, ανέβηκε πάνω και έβαλε μπροστά. Ζορίστηκε λίγο να πάρει , ξερόβηξαν λίγο τα καρμπυρατέρ αλλά τελικά κράτησε ένα σταθερό ρελαντί. Την κούνησε λίγο όπως καθόταν και του φάνηκε λίγο βαριά. Είχε ξεσυνηθίσει. Άνοιξε δυο τρεις φορές το γκάζι, όπως έκανε πιτσιρικάς όταν ο θείος του ο ναυτικός τον ανέβαζε στην παλιά του BMW. Όλοι έλεγαν ότι ο Νίκος σε αυτόν έμοιαζε. Ένας δυο περαστικοί τον κοίταξαν κάπως περίεργα, προφανώς ενοχλημένοι από τον θόρυβο που έκανε η μοτοσυκλέτα. Έβαλε πρώτη και προσπάθησε να ξεκινήσει. Φοβήθηκε να ανοίξει το γκάζι και η μηχανή έσβησε. Δοκίμασε ξανά. Αυτή τη φορά το πέτυχε.

Ξέσκισε το κιβώτιο μέχρι να βρει τη δευτέρα. Το σώμα του ήταν υπερβολικά άκαμπτο και μέχρι να αφήσει την πόλη είχαν αρχίσει να πονάνε οι καρποί του. Ήταν εμφανές ότι η αποχή από τις δίτροχες βόλτες τον είχε επηρεάσει. Με το που άφησε πίσω του την χαρακτηριστική πινακίδα με την διαγώνια κόκκινη γραμμή που τον ενημέρωνε ότι εκεί τελειώναν τα όρια της μεγαλούπολης, άρχισε σιγά σιγά να βρίσκει το ρυθμό του. ΄Ανοιξε το γκάζι και η «γριά» γουργούρισε με ευχαρίστηση. Το ταξίδι με αυτά τα λίγα χιλιόμετρα ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτήν. Η εθνική τελειώσε σχεδόν ταυτόχρονα με την βενζίνη στο ρεζερβουαρ. Σταμάτησε στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκε. Δίπλα του περίμενε υπομονετικά να γεμίσει ένα audi ίδιο μοντέλο με το δικό του. Στο τιμόνι ένας 40άρης με αρχή φαλάκρας και δίπλα του μια ξανθιά που ίσως και να ήταν όμορφη, αλλά το έντονο μακιγιάζ δεν μπορούσε να νικήσει τον χρόνο. Ασυναίσθητα σκέφτηκε ότι σε λίγο καιρό έτσι θα έμοιαζε κι αυτός με την Ξένια.

Ξεκίνησε φουριόζος. Ο δρόμος ανηφόριζε και οι στροφές διαδέχονταν η μία την άλλη. Σιγά σιγα το σώμα του συνήθιζε. Πλάγιαζε όλο και περισσότερο και άνοιγε το γκάζι ακόμα περισσότερο στις μικρές ευθείες. Στα σημεία που το βουνό «αγκάλιαζε» πιο σφιχτά το δρόμο, οι εξατμίσεις του αντηχούσαν. Ένιωσε μια ανεξήγητη ευφορία. Το μυαλό του άδειασε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ο δρόμος και το στροφόμετρο. Σταμάτησε στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής και έμεινε για λίγο να χαζεύει μια την μηχανή, μια την μικρή πόλη στην οποία μεγάλωσε, η οποία φαινόταν στους πρόποδες του βουνού.
Θυμήθηκε το παιχνίδι που έπαιζε με τους φίλους του σε αυτό το σημείο. Ανέβαιναν μέχρι εκεί με τα μηχανάκια, παπάκια οι μικρότεροι, διάφορες μηχανές οι μεγαλύτεροι και τις άφηναν να τσουλήσουν με νεκρά στην κατηφόρα. Νικητής ήταν όποιος έκανε μεγαλύτερη απόσταση χωρίς να πατήσει φρένο. Ο θρυλικός Νικήτας, το καλύτερο τιμόνι της περιοχής, είχε βγάλει 8 στροφές με ένα παλιό Kawasaki. Χαμογέλασε και άφησε τη μηχανή να τσουλήσει. Δεν του πήρε πάνω από δύο στροφές για να καταλάβει ότι ήταν πλέον πολύ φοβητσιάρης για κάτι τέτοιο. Φρέναρε, έβαλε τρίτη και συνέχισε την κατάβαση σε χαλαρούς ρυθμούς.

Σε δέκα λεπτά έμπαινε στην πόλη που μεγάλωσε. Ήταν μεσημέρι και η κίνηση στους δρόμους ήταν ελάχιστη. Απέφυγε να περάσει από το πατρικό του. Δεν είχε πλέον κανέναν εκεί να επισκεφτεί. Είχε κοντά δέκα χρόνια που είχε έρθει τελευταία φορά για την κηδεία της μάνας του. Διέσχισε την πόλη κατά μήκος και έφτασε μπροστά στο ένα και μοναδικό λύκειο της περιοχής. Πάρκαρε από έξω και έμεινε να κοιτάζει τριγύρω του. Απέναντι ήταν κάποτε μια καφετέρια με μπιλιάρδα. Εκεί πήγαινε όποτε έκανε κοπάνα. Εκεί μαζευόταν τα βράδια για να κανονίσουν είτε κόντρες, είτε έξοδο σε κάποιο από τα ελάχιστα κλαμπ της πόλης. Στη θέση της είχε ανοίξει μια καινούργια καφετέρια. Κοίταξε την σερβιτόρα με τα πολλά τατουάζ που καθάριζε βαριεστημένα τα τραπέζια και θυμήθηκε την Άννα. Ο έρωτας όλων των πιτσιρικάδων και επίσημη σχέση του Αντώνη που μπαινοβγαινε στη φυλακή. «Κοιτάτε και μην αγγίζετε» λοιπόν η Άννα που στοίχειωνε τις εφηβικές φαντασιώσεις των περισσοτέρων πιτσιρικάδων.

Γύρισε και κοίταξε το σχολείο. Δεν έμοιαζε να έχει αλλάξει και πολύ. Μόνο τα συνθήματα στους τοίχους είχαν αλλάξει. Εκεί στα σκαλιά είχε δώσει το πρώτο του φιλί. Μπροστά στην είσοδο του σχολείου είχε πέσει πρώτη φορά προσπαθώντας να εντυπωσιάσει κάποια συμμαθήτρια κάνοντας σούζα με δανεικό παπάκι. Καβάλησε ξάνα και αργά έκανε τον γύρο του σχολείου.

Στην πίσω μεριά είδε έναν δρόμο που δεν οδηγούσε πουθενά. Μια μεγάλη ευθεία ασφάλτου που κατέληγε σε ένα μεγάλο σωρό από χώματα. Κάποτε είχε ξεκινήσει για να γίνει ο περιφερειακός της πόλης αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Κάποιοι έλεγαν πως ο εργολάβος τα παράτησε γιατί του σάλεψε όταν έπιασε τη γυναίκα του να τον απατάει με έναν από τους αλλοδαπούς εργάτες που είχε στη δουλεψή του. Κάποιοι άλλοι ότι απλά έφαγε τα λεφτά και έφυγε για Νότια Αμερική. Το θέμα είναι ότι αυτό το κομμάτι του δρόμου είχε βολέψει απίστευτα τους πιτσιρικάδες της περιοχής. Κάθε βράδυ μαζευόταν όλοι με τα μηχανάκια και έβαζαν κόντρες, μέχρι κάποιος ενοχλημένος γείτονας να καλέσει την αστυνομία.

Στήθηκε μόνος του εκεί που θυμόταν ότι είχαν βάψει με σπρευ την αφετηρία. Ανέβασε στροφές όταν ήρθε δίπλα του και πάρκαρε ένα μαύρο Fiat Uno. Από τα σκούρα τζάμια του αυτοκινήτου δεν μπορούσε να δει τον οδηγό. Ο οδηγός του Fiat του κόρναρε μια φορά και η τουρμπίνα του uno ξεφύσησε αγριεμένη. Ο Νίκος έπιασε το νόημα, έβαλε πρώτη και προσπάθησε να θυμηθεί πόσες στροφές έπρεπε να ανεβάσει. Άφησε απότομα τον συμπλέκτη και το πίσω λάστιχο σπίνιαρε δαιμονισμένα. Μάλλον το είχε παρακάνει με το γκάζι. Πίσω του το uno μετέτρεπε τα μπροστά λάστιχα σε καπνό. Άλλαξε νωρίς σε δευτέρα, το μοτέρ κρέμασε. Τσίμπησε το συμπλέκτη και λίγο πριν βάλει τρίτη, άκουσε το ουρλιαχτό της τουρμπίνας δίπλα του. Πείσμωσε και έσκυψε ακόμα πιο πολύ πάνω στο ντεπόζιτο. Ίσα που πρόλαβε να δει την εξάτμιση του Fiat να φτύνει φλόγες όταν τον προσπέρασε.

Φρέναρε και ετοιμάστηκε να γυρίσει όταν είδε τον οδηγό του αυτοκινήτου να έχει κατέβει και να ανοίγει το καπώ. Πρόλαβε να τον ακούσει να λέει «Γαμώ τον Μπερλουσκόνι μου» καθώς κάτι μαστόρευε. Είδε τότε ότι είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία. Μόνο που ο αντίπαλός του ήταν πολύ πιο κοντός και μαυριδερός. «Ωραία πάει η γριά» είπε ο κοντός αποκαλύπτωντας ένα κάτασπρο χαμόγελο. «Και το δικό σου καλό είναι» απάντησε ο Νίκος βγάζοντας το κράνος.

«Εσύ δεν είσαι ο...» ξεκίνησε να πει ο κοντός.
«Όχι με μπερδεύεις με άλλον» απάντησε ο Νίκος πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση του.
«Όπως και να έχει , να το επαναλάβουμε» πρότεινε ο οδηγός του Uno σκουπίζοντας τα χέρια του στις κωλότσεπες του τζιν του.
«Έγινε» απάντησε χαμογελώντας ο Νίκος πριν βάλει πρώτη και χαθεί με τις εξατμίσεις να ουρλιάζουν και το πίσω λάστιχο να αφήνει τη γόμα του στον ταλαιπωρημένο δρόμο.

Όταν γύρισε σπίτι είχε ήδη νυχτώσει. Είδε το αυτοκίνητο της Ξένιας παρκαρισμένο έξω από το σπίτι του. Μπήκε μέσα και κατάλαβε ότι τον περίμενε. Είχε τη φαεινή ιδέα να της δώσει κλειδιά μια φορά που έχασε το μοναδικό του ζευγάρι.
«Που ήσουν όλη μέρα;» ούρλιαξε η Ξένια.
Ο Νίκος χαμογέλασε και ξάπλωσε στον καναπέ.
«Όπου γούσταρα, γαμώτο» ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια. Και δεν τον ένοιαξε που αυτή τη φορά θα θύμωνε.
Άβαταρ μέλους
By dimviii
#458923 πολύ καλο!! γραφε συχνοτερα. :thumbsup:
Άβαταρ μέλους
By mousatos
#458961 Με punto θα ήταν πιστεύω πιο κοντά στην εποχή μας. Δε νομίζω οτι πολιτευόταν ο Μπερλουσκόνι στην εποχή των uno.
Άβαταρ μέλους
By Dodger
#458998
mousatos έγραψε:Με punto θα ήταν πιστεύω πιο κοντά στην εποχή μας. Δε νομίζω οτι πολιτευόταν ο Μπερλουσκόνι στην εποχή των uno.


Το Uno φτιαχνόταν μέχρι και το 1995, ο Silvio το 94-95 διετέλεσε τη πρώτη του πρωθυπουργική θητεία.
Άβαταρ μέλους
By blinkys
#459012
mousatos έγραψε:Με punto θα ήταν πιστεύω πιο κοντά στην εποχή μας. Δε νομίζω οτι πολιτευόταν ο Μπερλουσκόνι στην εποχή των uno.


Το Uno είναι το μόνο όχημα που δεν άλλαξα στην ιστορία. Επίσης η εποχή των Uno είναι ακόμα και η σημερινή κι ας έχουν μείνει ελάχιστα.
Άβαταρ μέλους
By kubiak
#459048 Σε ένα drive διάβαζα ότι ένα καλοσυντηρημένο Uno Turbo έχει καλή μεταπωλητική τιμή...
(θα έλεγα ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να βρεθεί κάποιο που δεν έχει υποστεί τα πάνδεινα)
Άβαταρ μέλους
By markvag
#459069 Respect! :s_howdy