Γενικά αυτοκινητιστικά θέματα
Άβαταρ μέλους
By rx8_drifter
#3303 Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πως είχαμε ονομάσει το τοπικό που ποστάραμε τις ιστορίες του πολίτη για να τις μαζέψουμε, κανας χριστιανος (eddie) θυμάται?

EDIT by [mod]
Λοιπόν όλα τα έτοιμα κείμενα που υπάρχουν στο 4TF υπάρχουν διαθέσιμα ΕΔΩ

Λίστα διαθέσιμων άρθρων
  1. Barbie
  2. Cheers
  3. Giallo Pompei
  4. Happiness is a warn gun
  5. Le petit Grand Homme
  6. NSU TT
  7. Oda a Weber
  8. Ο tettra e nosso
  9. Pizza Boys
  10. Rubirosa
  11. Samurai
  12. Simply Red
  13. Αλλάχ
  14. Απέναντι στη μπάλα
  15. Άτιμη μαστοράντζα
  16. Η αρπαγή της Ελένης
  17. Ηφαίστειο
  18. Κάτω απο το αυλάκι
  19. O Αμπντούλ και οι κρέπες
  20. Ο θρύλος του Ντορή Χουντίνι
  21. Ο ολλανδέζος
  22. Ο φιλόσοφος του δρόμου
  23. Οδύσσεια για ένα 124
  24. Στιγμές απο την ζωη ενός Fulda
  25. Τα σύκα
  26. Τελευταίος Βασιλιάς
  27. Φαινομένων απάτες
  28. Φωτιά
  29. Χαμένος παράδεισος
  30. Χωρίς κάλυμμα





Kudos για την προσφορά τους rx8_drifter,EDDIE_147,drdino,Anonymous Founder,dog80,audipassion,carfanatic,blinkys,odyssey,JIM_A3 :)
Άβαταρ μέλους
By A-Viper7
#3313 Ας κάνει κάποιος τον κόπο να τα φέρει και εδώ. Δεν είναι να χάνονται αυτά αν οι σάπιοι αποφασίσουν να τραβήξουν την πρίζα.

Θα προσπαθήσω να μεταφέρω κι εγώ ότι μπορώ πιο μετά.
Άβαταρ μέλους
By rx8_drifter
#3321
rx8_drifter έγραψε:Moυ ήρθε μια επιφοίτηση μέσω pm :innocent:

Ο Ολλανδέζος ( του Γιώργου Ν. Πολίτη)

Πριν να μπαρκάρει, όλοι στο χωριό ήξεραν το αχτένιστο παιδί με τα γαλάζια μάτια και το χαμογελαστό πρόσωπο ως Μανόλη. Στο πρώτο του μπάρκο βρέθηκε στο Άμστερνταμ. Εκεί άρχισε τα μακροβούτια στους τεκέδες και στα βρωμόμπαρα του λιμανιού. Παράτησε το βαπόρι κι έπιασε δουλειά σε κάτι ρυμουλκά της συμφοράς. Έμεινε δέκα χρόνια εκεί κι όταν γύρισε είχε μακριά μαλλιά και γενειάδα. Κάποιος τον είπε Ολλανδέζο . Από τότε, όλοι τον φώναζαν έτσι.
Γύριζε με τη Φλορέτα τού πατέρα του κι έκανε μεροκάματα, στις οικοδομές, στις ελιές, στα καΐκια. Το καλοκαίρι φόρτωνε δυο κοφίνια σταφύλια σε μια γαϊδούρα και γύρναγε στις αμμουδιές πουλώντας τα φρούτα στις γυμνόστηθες Νορβηγίδες τουρίστριες. Δούλευε δυο-τρεις μέρες και μετά ξεκουραζόταν. Ερχόταν τότε στην παραλία πάντα χωρίς μπλούζα, ξυπόλητος, με ένα βιετναμέζικο καπέλο Χο Τσι Μινχ στο κεφάλι. Άραζε στην άμμο κι έφευγε αφότου είχε δύσει πια ο ήλιος.
Λέγανε πως είχε φάει ξύλο στο στρατό και του σάλεψε. Άλλοι μιλούσαν για διαδηλώσεις και φυλακή στην Ολλανδία, άλλοι πάλι διαβεβαίωναν πως είχε φύγει από κακιά φούντα. Το σίγουρο είναι πως, παρά το γεγονός ότι έπινε τρία κιλά κρασί στην καθισιά του, δεν πείραζε ποτέ κανέναν. Ήταν μονίμως χαμογελαστός και πρόθυμος, και μόλο που στα χωριά δεν χωνεύουν τους διαφορετικούς, εκείνον τον συμπαθούσαν.
Τον συνάντησα ένα βράδυ έξω από το τοπικό μπουζουξίδικο, ήταν ίδιος και απαράλλαχτος όπως πάντα.
Μιλήσαμε λίγο, τον ρώτησα τι έκανε εκεί.
- Δουλεύω παρκαδόρος, είπε με χαρά.
Ξαφνιάστηκα γιατί ασφαλώς ο Ολλανδέζος δεν θα μπορούσε να γίνει κανονικός παρκαδόρος. Όχι μόνο επειδή κανείς δεν θα του έδινε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, μα γιατί δεν ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο. Διαπίστωσα λοιπόν ότι καθόταν σε μια καρέκλα, είχε κι ένα παλιό κράνος τροχονόμου, για τη βροχή όπως έλεγε, φαίνεται πως θα είχε λιώσει το ψάθινο Χο Τσι Μινχ του, κι απλώς έδειχνε στους πελάτες πού να παρκάρουν.
Μια νύχτα, κλιμάκιο από την πρωτεύουσα του νομού έστησε μπλόκο για αλκοτέστ λίγο μετά το κέντρο. Το όργανο της τάξης είχε βγει στη μέση του δρόμου και σταμάταγε όποιον περνούσε. Οι κυρίες με τα λαμέ δυσφορούσαν στα Μερκέντια, ενώ στα αγροτικά και στις Καρίνες, οι κύριοι με τις λυμένες γραβάτες σχημάτιζαν ουρά για να φυσήξουν στό λευκό πλαστικό σωληνάκι. Στήθηκε κι ο Ολλανδέζος από πίσω τους, ξυπόλητος με το κρανάκι υπό μάλης. Ήρθε η σειρά του, το όργανο ζήτησε άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη κάτι διαλυμένα πατσαβούρια, την άδεια της Φλορέτας, το δίπλωμα κι ένα υπόλειμμα ααφαλειόχαρτου ληγμένου από αιώνες. Ο αστυνομικός τον κοίταξε με αηδία, σίγουρος πως ο ξυπόλητος τύπος απέναντι του ήταν στουπί. Του έδωσε να φυσήξει, κι όταν φάνηκε η ένδειξη 2,80, γύρισε με λαχτάρα στο αφεντικό του και φώναξε :
- Κύριε Διοικητά, αυτός εδώ δεν έχει ασφάλεια, και είναι πιωμένος, 2,80 κύριε Διοικητά, να τον πάμε μέσα.
Ο Διοικητής μάζεψε την κοιλιά του και το πηλίκιο και ήρθε προς τον Ολλανδέζο. Αυτός κοιτούσε χαμογελαστός, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει, Ο Διοικητής τον μέτρησε με το μάτι.
- Χα, μούγκρισε, ξέρεις τι θα πει 2,80; Αυτόφωρο και, δείχνοντας το άθλιο κράνος, πάει το μηχανάκι, κατάσχεση. Ο Ολλανδέζος εξακολουθούσε να χαμογελά.
- Τι γελάς ρε, παλαβός είσαι; είπε ο Διοικητής, πού είναι η μηχανή;
Ο Ολλανδέζος τον κοίταξε, και με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου απάντησε:
- Σπίτι.
Ο άλλος νόμισε ότι δεν άκουσε καλά. Επανέλαβε την ερώτηση, κι ο Ολλανδέζος με τη σειρά του επανέλαβε την απάντηση.
Οι κύριοι και οι κυρίες άρχισαν να γελάνε.
Τότε ο Διοικητής κοκκίνισε και φώναξε:
- Σπίτι, τι σπίτι ρε, μας δουλεύεις;
-Όχι, είπε ήσυχα ο Ολλανδέζος, σπίτι είναι, έχει κολλήσει, δεν παίρνει μπρος.
- Και με τι έχεις έρθει; Ξαναρώτησε ο Διοικητής.
- Με τα πόδια, είπε εκείνος. Τα νεύρα του Διοικητού έφταναν στα όρια της θραύσης.
- Και το κράνος; συνέχισε απελπισμένος.
- Για τη βροχή το έχω, άμα πιάσει καμιά μπόρα, τσακ, το φοράω, έκανε ο Ολλανδέζος κλείνοντας το μάτι την ώρα που έλεγε τσακ.
- Και γιατί ρε σταμάτησες εδώ πεζός, για να μας κάνεις πλάκα, νύχτα-νύχτα; ούρλιαξε ο Διοικητής.
- Όχι , είπε ήρεμα ο Ολλανδέζος. Είδα αστυνομία, έλεγχο, και σταμάτησα. Πάντα σταματάω εγώ στην αστυνομία. Ξέρεις, μια φορά στην Αθήνα, ένα παιδάκι δεν σταμάτησε κι ο αστυνομικός του έριξε με το όπλο μια σφαίρα στην πλάτη, πάει το παιδάκι. Γι' αυτό κι εγώ σταματάω στα μπλόκα, με τη μηχανή, με τα πόδια, με όλα. Αμ τι, να περάσω κι ύστερα να με μπιστολίσεις και να λες πως δεν σταμάτησα;
Ο Διοικητής κέρωσε, τα χάχανα κοπήκανε. Κανείς δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει.
- Χάσου από εδώ, εξαφανίσου αμέσως, μπόρεσε μετά από λίγο να ψελλίσει.
Ο Ολλανδέζος μάζεψε τα χαρτιά του, είπε καληνύχτα, γύρισε την πλάτη και πήρε τον ανήφορο προς το σπίτι του.
Άβαταρ μέλους
By rx8_drifter
#3322
rx8_drifter έγραψε:και άλλη μια :lol:

Rubirosa

Δεν μπορείς να έχεις τα κορίτσια, τα λεφτά και τη δόξα την ίδια στιγμή, έλεγε ο μέγας Τσαρλς Μπουκόφσκι. Εκτός βέβαια αν λέγεσαι Πορφίριο Ρουμπιρόζα. Ήταν το 1932, όταν ο 23χρονος Δομινικανός γοήτευσε τη Φλορ Ντ' Όρο, κόρη του δικτάτορα της χώρας, Τρουχίγιο, του αυτοαπο­καλούμενου Καίσαρα της Καραϊβικής Για προίκα ζήτησε και πήρε τη θέση του πρεσβευτή στη Γαλλία. Σύντομα ο νέος με το εξωτικό όνομα έγινε το επίκεντρο της νυχτερινής ζωής στο Παρίσι του μεσοπολέμου. Περιστοιχιζόταν διαρκώς από τις πιο όμορφες γυναίκες της χώρας. Το διαζύγιο δεν άργησε να βγει. Όμως η αγάπη της Φλορ Ντ' Ορο δεν έπαυσε. Έπεισε μάλιστα τον πατέρα της ν' αφήσει τον Ρουμπιρόζα στη θέση του και να συνεχίσει να καλύπτει τις υψηλές απαιτήσεις της διπλωματικής του αντιπροσωπείας. Ήταν κι αυτό ένα από τα ισχυρά δείγματα της γοητείας του Ρουμπιρόζα. Καμιά από τις πρωην αγαπημένες του δεν του κράτησε κακία όταν εκείνος την εγκατέλειπε για μια άλλη. Ο επόμενος γόμος του ήταν με την Ντανιέλ Νταριέ. Οι εφημερίδες έγραφαν επί μήνες για τον κεραυνοβόλο έρωτα της πρώτης σταρ της Γαλλίας. Για να περιγράφουν τότε τον Ρουμπιρόζα, Ρούμπι για τους φίλους, οι δημοσιογράφοι έπλασαν τη λέξη "playboy" . Οι playboys ήταν ωραίοι και ευφυείς, με αποπλανητική γοητεία, τυλιγμένοι σε μια αχλύ μυστηρίου. Ζούσαν για τους τρεις στόχους που ο γέρο-Τσαρλς δεν μπόρεσε ποτέ να γευτεί ταυτόχρονα. Ο Ρούμπι συνιστούσε το αρχέτυπο του είδους. Η κατεχόμενη Ευρώπη δεν ήταν γι' αυτόν. Μετά το δεύτερο διαζύγιο βρέθηκε στην Αμερική. Ο μύθος του μέγιστου εραστή των Παρισίων έστειλε τη νεαρή Ντόρις Ντιουκ στα δίχτυα του. Ήταν η μοναδική κληρονόμος της καπνοβιομηχανίας Camel και της βιομηχανίας Ντιουκ, που θησαύρισε παράγοντας κονσέρβες για τους στρατούς που πολεμούσαν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Ο τρίτος γάμος ήρθε πολύ γρήγορα. Με το τέλος του πολέμου, ο Ρουμπιρόζα γύρισε στο Παρίσι. Η Ντιουκ του αγόρασε μια έπαυλη στο Σεν Ζερμέν, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ο καλός της είχε βάλει πλώρη γι' αλλού. Χώρισαν αγαπημένοι, του άφησε τη βίλα κι όρισε μια ετήσια αποζημίωση 25.000 δολαρίων για τα έξοδα του. Για μικρό διάστημα, ο Ρούμπι έγινε πρεσβευτής στο Μπουένος Άιρες. θέση που κράτησε μέχρις ότου έγιναν γνωστές οι συχνές επισκέψεις του στο σπίτι του Χουάν Περόν, όταν ο δικτάτορας έλειπε. Η Εβίτα έκλαψε πικρά όταν έμαθε πως ο Δομινικανός διπλωμάτης επέστρεψε στην Ευρώπη. Εκεί, περνούσε τις ημέρες του παίζοντας πόλο κι οδηγώντας σε αγώνες -είχε πολλές συμμετοχές σε 24ωρα Λε Μαν με Ferrari-, ενώ τις νύχτες γνώριζε τις ωραιότερες κοντέσες και βαρονέσες των Παρισίων, που έκαναν ουρά για ένα ραντεβού μαζί του. Απ’ αυτές πήρε το χαρακτηρισμό "toujours pret", πάντα έτοιμος, το πιο κολακευτικό γυναικείο σχόλιο. Και ήταν όντως έτσι, αφού ο Ρούμπι έπασχε από πριαπισμό. Τι πιο ταιριαστό;
Μετά την Ντιουκ παντρεύτηκε την Μπάρμπαρα Χάτον -εγγονή του ιδρυτή της αλυσίδας καταστημάτων Woolworth-, την πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου, για χάρη της οποίας γκρεμίστηκαν οι πύλες της Κάσμπα στην Ταγγέρη αφού αλλιώς δεν χωρούσε να περάσει η πράσινη Rolls της. Ο Ρούμπι διέκοψε το μήνα του μέλιτος για να τρέξει στο Σίμπρινγκ με τη Lancia D23 που του είχε εν τω μεταξύ αγοράσει η Χάτον. Λίγες ημέρες αργότερα πέταξε με το -επίσης δωρισμένο- αεροπλάνο του στο Φοίνιξ, για μια νύχτα με την παλιά του ερωμένη Ζαζά Γκαμπόρ. Εκείνη τον ρώτησε αν σκόαευε ποτέ ν' αρχίσει να δουλεύει ή επιτέλους να της πει γιατί δεν δουλεύει. Η αφοπλιστική απάντηση του Ρούμπι ήταν: «Δεν προλαβαίνω·» Ο γάμος με τη Χάτον κράτησε συνολικά 43 ήμερες Στο διάστημα αυτό. εκείνη ξόδεψε για χάρη του 3.5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και δώρα. Όμως. ο «ιθαγενής» από την Καραϊβική, που είχε κάνει τους συζυγούς της υψηλής κοινωνίας να διστάζουν να περάσουν κάτω από πόρτες, έπρεπε νομοτελειακά να τιμωρηθεί. Ύστερα από ένα σύντομο ειδύλλιο με την Άβα Γκάρντνερ, ερωτεύεται, το 1956, την άγνωστη 19χρονη Οντίλ Ροντέν. Παντρεύονται, και σύντομα η στάρλετ -θαμπωμένη που κατάφερε να σαγηνέψει τον μεγαλύτερο καρδιοκατακτητή της ιστορίας- αποκτά ύφος κι αναίδεια. Το 1960 ο Τρουχίγιο δολοφονείται, ο Ρούμπι χάνει τη θέση του και τα εισοδήματα του. Στα 51 του βλέπει τον κόσμο να έρχεται ανάποδα, η αγαπημένη του τον απατά, ο ίδιος μοιάζει για πρώτη φορά ανίκανος ν' αντιδράσει.
Σε ένα καλοκαιρινό πάρτι, 5 Ιουλίου του 1965 στο Παρίσι, η Οντίλ φλερτάρει προκλητικά, μπροστά στα μάτια του, με τον καζανόβα Τζιάνι Καρατσιόλο. Λίγες ημέρες πριν. στο καμπαρέ Ελεφάν Μπλαν, ο Ρούμπι την έχει πιάσει στις τουαλέτες με ένα σερβιτόρο. Άντεχε πολλά, όχι όμως τη γελοιοποίηση. Μεθυσμένος, παίρνει την ασημένια Ferrari 250 GΤ για να γυρίσει στο σπίτι, μόνος. Στην Avenue de la Reine Marguerite, η άσφαλτος ήταν νοτισμένη από την πρωινή υγρασία και τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Προσπαθώντας ν αποφύγει έναν ποδηλάτη, ο Ρουμπιρόζα έριξε τη Ferrari του με 140 χιλιόμετρα την ώρα πάνω σε μια καστανιά. Τον περιμάζεψαν οι γυναίκες που έκαναν πεζοδρόμιο στο Δάσος της Βουλώνης. Η γιορτή είχε τελειώσει. Ο Ρούμπι. "el ultimo latin lover, el campeon de los amores". όπως λέει και μια σάλσα της Καραϊβικής γραμμένη για εκείνον, ξεψύχησε στα χέρια μιας άσημης πόρνης του Παρισιού.

:metalo: @ Σπύρο

edit: έψαξα από περιέργεια στο χάρτη για το σημείο που σκοτώθηκε

http://maps.google.com/maps?f=q&source= ... 55747&z=15

:)
Άβαταρ μέλους
By rx8_drifter
#3327
rx8_drifter έγραψε:κι εγώ έτσι νομίζω :whistlink: :whistlink:


Κείμενο του Πολίτη: δεν είναι από αριστερή λωρίδα. Είναι ένα αφιέρωμα στον Νουβολάρι στο τεύχος 83 (Σεπτέμβριος 2003) . Πάρα πολύ καλό τεύχος (κίτρινο εξώφυλλο με αφιέρωμα στα 40 χρόνια της Lamborghini)


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΑΤΣΙΟ ΝΟΥΒΟΛΑΡΙ 1892-1953
του Γιώργου Ν. Πολίτη

Vivere pericolosamente

Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές φορές άγγιξαν αυτό το όριο. Για έναν όμως δεν υπήρχε όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε κι αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.

Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι , ''quando corre Nuvolari'' , όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ο μικρόσωμος πιλότος από τη Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς ,πώς, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερήσια διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ , θα έπρεπε να είχε πουληθεί στον Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες. Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου διαχείρισης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντσταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης . Αργότερα απέκτησε δύο παιδιά, δύο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτησή του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολούθησε να τρέχει -βήχοντας ,φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς- γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη, παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομά του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέτες του '20 σε κάθε είδους αγώνες αλλά κυρίως στους επιπονους μαραθωνίους που διέσχιζαν την Ιταλία απ' άκρη σ' άκρη. Έγινε μέσως γνωστός από την ταχύτητα και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε την θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi . Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε , κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πιτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής , το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση της μοτοκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουί του Τορίνο η Bianchi λάδωε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε , το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με την ζώνη του, συνέχισε και τερμάτισε τρίτος.

Τάτσιο, Βιτόριο, Έντzo ,Αlfa

Τα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα , η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι, που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις P2 και ο 33χρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σ'ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η P2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε προς το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας. Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος στους γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα , στο κρεβάτι του νοσοκομείο, δήλωσε συμμετοχή για το GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
Έτσι και έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνονται οι σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi , τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρος και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε και όταν στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι ότι έπρεπε να τον στηρίξουν. Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόθρωμά του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν πέντε χρόνια γα να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μία 1750 για το Mille Miglia , τον αγώνα των 1600 χιλιομέτρων , που ξεκινούσε μεσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς τη Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν από το χάραμα της Κυριακής , πάλι στην Μπρέσια. Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην Ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι , ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, ό,τι ήταν ο Προστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia , σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι , έθετε όρο να μην έρθει σ' αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ'αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου. Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο , στην ομάδα έδωσε το επώνυμό του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν για σήμα τους μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ώς την κορυφή και μετά-οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο- έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας. Ο Έντζο Φεράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματά του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ως συνοδηγός του και πώς στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε. Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλιστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς να αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά. Άλλαξε για πάντα την εικόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα , εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα, για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν.
Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμη επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων.
Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4´´ , συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δύο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο. Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την 3η πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο του τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγει πρώτο απ'το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ'το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά. Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες , οι κριτές κάνουν σήμα στο Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C . Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει έναν πυροσβεστήρα στην Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι και η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων-νίκη ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νίρμπουργκρινγκ η χιτλερική Γερμανία είναι στο απόγειό της. Πριν από την έναρξη του GP η πτήση επίδειξης ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια, λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες και εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes- εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα ναζιστικά κεφάλαια- ετοιμάζονται να δείξουν τη γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άνδρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ , το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa P3. O παλιός της κινητήρας των 2,6 λίτρων, είχε φτάσει τα 3,8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάι στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. Όμως η Auto-Union V-16 του δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4,3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα είχε πει πως ήταν σα να προσπαθούσε η Alfa μ'ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αλιθηνά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων , ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες , όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το 'Ρινγκ έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χιλιόμετρα διαρκεί το GP και η P3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη την γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9'' εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πιτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47´´ και 67´´ αντίστοιχα, η Auto-Union του Ροζεμάιερ για 75´´. Στα πιτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πιτς και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξαναπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανού του ´Ρινγκ, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69´´. Στον 20ο έχει πέσει στα 43´´, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της P3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11´´ . Στα πιτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται. Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες , η ψαλίδα κλείνει στα δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του . Βλέπει μπροστά του ''κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα'' , είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό εθνικό ύμνο, τόσο σίγουροι ήταν για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε ''Εκατομμύρια γαλάζια μάτια, ορθάνοιχτα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ανίκανα να βρουν λογική εξήγηση απέδωσαν τη νίκη του κόκκινου αυτοκινήτου στο Διάβολο''.

Προς το τέλος

Τα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός και έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να περηφανεύονται όταν ο ήρωάς τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελο Vnderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1,55 και το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν.
Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο Διάβολος ζητάει το μερίδιό του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιο, Τζόρτζιο , στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλεγόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Auto-Union και κάνει τρεις νίκες , τη δεύτερη στο Ντόνινγκτον, όπου στις δοκιμές -με 150km/h- συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται , καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του '30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille Miglia , κλείνει με δική του νίκη στο GP Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του , Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 χρόνων και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. ''Δεν βρίσκω πια καμία απόλαυση στη ζωή, ούτε στους αγώνες. Τρέχω γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνω. Και για να ξεχνάω. Γι'αυτό συνεχίζω, αλλά γέρασα πια'', λέει σε μια συνέντευξή του στο Motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε τον αγώνα χωρίς αυτό , ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ότι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μια μάσκα από γάζες για να προστατευτεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δύο μέρες πριν το Mille Miglia του 1948, ο Έντζο τού ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος , με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απένινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο , με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωάς τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα σε μία από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δύο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος , τη ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν , η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα. Η ψυχή του μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί.


και μετά από αυτο να φιλοτιμηθεί κάποιος να γράψει την αριστερή λωρίδα με τον ζυλ βιλνέβ... :)
Άβαταρ μέλους
By rx8_drifter
#3328 Κλέβω κι ένα του έντυ :s_tongue

EDDIE_147 έγραψε:Ο φιλόσοφος του δρόμου

Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θάνατο του Τζακ Κέρουακ. Ποιητής της αυτοκίνησης, εραστής της ελευθερίας και βεβαίως συγγραφέας του "On the Road", ο Κέρουακ έστειλε μια ολόκληρη γενιά στο δρόμο να αναζητεί τη γοητεία της περιπλάνησης, την απελευθέρωση από τις καλορυθμισμένες σαν ελβετικά ρολόγια συμβατικές ζωές. Ήταν η γενιά που ο ίδιος βάφτισε γενικά Beat και εκείνη τον έχρισε πρίγκηπα της.
Οι μπητ είχαν να αντιμετωπίσουν το νοσηρό Μακαρθισμό της μεταπολεμικής Αμερικής, το ψυχροπολεμικό κλίμα, τη μικροαστική νοοτροπία, τη διαφθορά, την ανάπηρη ηθική της κοινής γνώμης. Πνιγμένοι στην απογοήτευση και την πικρία, γέμιζαν ένα σωρό ερωτηματικά. Ποιός είναι ο σκοπός της ζωής μας; Πώς πρέπει να τη ζήσουμε; Το μεγαλείο της ζωής μπορεί να σφραγιστεί σε τέσσερις τοίχους, δουλεύοντας εννιά με πέντε για να αγοράσουμε μεγαλύτερο πλυντήριο και καλύτερη τηλεόραση; Γι' αυτό άφησαν χιλλιάδες φαντάροι τα κόκκαλα τους στο μεγάλο πόλεμο;
Η απάντηση τους ήταν ένα μεγαλοπρεπές όχι. Οι μπητς έβλεπαν ότι πίσω από την κόκα-κόλα, τα χάμπουργκερ, τους ουρανοξύστες, τα διαστημικά προγράμματα και τα γαλήνια χαμόγελα των μεσηλίκων, το Αμερικανικό Όνειρο είχε μεταβληθεί σε Εφιάλτη.
Για το μέσο Αμερικανό, οι μπητ ήταν ένα μάτσο τεμπέληδες, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι γκόμενες και η μαριχουάνα. Όμως η αλήθεια είναι ότι η γενιά των καταραμένων ποιητών έφτυσε στα μούτρα το μέτριο και το συμβιβασμένο και βγήκε στο δρόμο, στα χνάρια των πρώτων αποίκων, των παλιών ταξιδευτών, όχι από τεμπελιά, αλλά από απόγνωση, από τρόμο μήπως αναγκαστεί να σπαταλήσει το μονάκριβο αγαθό της ζωής.
Για τους μπητ, το αυτοκίνητο έγινε το μέσο για την απελευθέρωση από τα περιοριστικά δεσμά. Το σύστημα σε εγκλωβίζει σε λίγα τετραγωνικά μέτρα που ζεις και δουλεύεις. Με το αυτοκίνητο ο κόσμος όλος είναι δικός σου. Μπορείς να δεις, να ακούσεις, να γευθείς, να μυρίσεις, εικόνες, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές που δεν βρίσκεις στα εργοστάσια και τα γραφεία. Γι' αυτό και ο Κέρουακ, πρωτοετής φοιτητής του Κολούμπια τότε, κατέβηκε στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια του Χάρλεμ, έκανε παρέα με πόρνες και αλήτες, όλους εκείνους που η κοινωνία τους ξερνάει με τη λεζάντα του περιθωριακού στο κούτελο. Υπό τους ήχους της τζαζ, ανάμεσα σε τζοιντς (μτφ: τσιγαριλίκια) και αλκοόλ, αλλά και αναγνώσεις Προυστ και Ντοστογιέφσκι, ζυμώθηκε ο αντικομφορμισμός των μπητ. Από εκεί ξεκίνησαν οι ατέρμονες περιπλανήσεις του Κέρουακ. Άλλοτε μόνος του, άλλοτε μαζί με τον Νηλ Κάσσαντι γύριζαν από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο και από εκεί στο Τέξας και στο Μεξικό, χωρίς αερόσακους και προφυλακτικά, για να κάνουν όλα αυτά που εμείς φοβόμαστε.
Όσοι παρέμειναν κρατούμενοι της πεζής καθημερινότητας έβλεπαν με τρόμο και φθόνο αυτούς που αδιαφορούσαν για όλα όσα εκείνοι είχαν μοχθήσει. Εκείνοι πάσχιζαν να αποκτήσουν μεγαλύτερο αυτοκίνητο, ώστε να μπουν στο μάτι του γείτονα, για να δείξουν ότι το χαμαλίκι μιας ζωής δεν πήγε στράφι. Οι μπητ αγαπούσαν τα αυτοκίνητα γιατί τους πήγαιναν πιο μακρυά. Η αυτοκίνηση ελευθερώνει, η αυτοκίνηση είναι αυτονομία κι η αυτονομία είναι αυτοσκοπός. Αυτή είναι η ιδεαλιστική ουσία της αυτοκίνησης και του αυτοκινήτου, που διαμορφώθηκε τότε που η πολιτική ορθότης ήταν κενό γράμμα, τότε που ένα φιλί δεν έπρεπε να συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση των συμβαλλομένων ώστε να μη θεωρηθεί σεξουαλική παρενόχληση.
Τότε που με σπασμένα κοντέρ και στριφτά τσιγάρα, ο Τζακ και ο Νηλ σταματούσαν σε σαραβαλιασμένα μοτέλ απαγγέλοντας στίχους του Λόρκα, και έφευγαν με τα λάστιχα να στριγγλίζουν για να δουν το φεγγάρι αγκαλιά με δυο μεθυσμένες σινιορίτες στην κορυφή του επόμενου λόφου, εκατό μίλια βόρεια του Ρίο Γκράντε.
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Τζακ Κέρουακ, ολοένα και περισσότεροι γύπες κόβουν βόλτες πάνω από το μνήμα του για να πουλήσουν ρούχα, περιοδικά ποικίλης ύλης και φτηνές βιογραφίες. Όμως, ό,τι και να κάνουν, το όραμα του μοναχικού ταξιδιώτη, η αυτοκίνηση και η αυτονομία θα μείνουν ατόφια όσο ανασαίνουν εκείνοι που "τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν να σωθούν", καταδικασμένοι από τον ρομαντισμό και την ευαισθησία τους "να καίγονται, να καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά".

Τεύχος 28 Ιανουάριος 1999
Άβαταρ μέλους
By rx8_drifter
#3329
EDDIE_147 έγραψε:Le Petit Grand Homme

Η μνήμη μοιάζε με δίσκο, με πλάκα από κερί. Εικόνες περνουν από πάνω της και χαράζουν σημαδάκια ή αυλάκια βαθιά. Όσο πληθαίνουν τα σημάδια, τα μικρότερα από αυτά χάνονται, η βελόνα του μυαλού αδυνατεί να τα εντοπίσει και εν τέλει, ξεχνιούνται. Όμως οι βαθειές αυλακιές είναι πάντα παρούσες και η βελόνα βυθίζεται μέσα τους σε κάθε στροφή του δίσκου. Κάθε φορά που το ημερολόγιο φτάνει στην όγδοη μέρα του Μάη, η βελόνα του μυαλού μου σκαλώνει σε ένα αυλάκι βαθύ. Η Ferrari με το νούμερο 27 απογειώνεται με 230 χιλιόμετρα την ώρα, στριφογυρίζει στον αέρα, ύστερα από εκατό μέτρα χτυπάει στο έδαφος και μετά τινάζεται πάλι και πάλι, αφήνοντας σε κάθε πτώση κομμάτι από το σασί, το μοτέρ και τις αναρτήσεις της. Ο τηλεοπτικός φακός την προλαβαίνει στην τελευταία της μοιραία περιστροφή. Τα ερείπια ακινητοποιούνται στη μέση της πίστας. Λίγα μέτρα από εκεί, αφήνει την τελευταία του πνοή ο πιο παθιασμένος, ο πιο θεαματικός, ο πιο γρήγορος πιλότος της Formula 1.
Τα τρία επίθετα δεν μπήκαν τυχαία στη σειρά για να χατακτηρίσουν τον Ζιλ Βιλνεβ. Το πάθος του ήταν τέτοιο, που δεν εγκατέλειπε ακόμη και όταν είχε διαλύσει εντελώς το αυτοκίνητο του. Όσο δούλευε κάποιος από τους κυλίνδρους της Ferrari και κάποιος από τους πίσω τροχούς έπαιρνε κίνηση, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει. Όπως στο Ζάνφορτ το '79. Ο πίσω τροχός της 312 Τ4 αποχωρίστηκε το ημιαξόνιο, γεμίζοντας την πίστα σπίθες και κομμάτια ευγενών μετάλλων. Ο εμπρός δεξιός τροχός ήταν στον αέρα, ενώ το πίσω μέρος του σασί σερνόταν στην άσφαλτο. Εκείνος συνέχισε ακάθεκτος, με το γκάζι στο πάτωμα και το αριστερό χέρι στο τιμόνι, το δεξί το είχε σηκωμένο ψηλά, ώστε να βλέπουν όσοι ακολουθούν ότι έχει πρόβλημα. Λες και δεν το είχαν πάρει είδηση, αφού η πίστα ήταν γεμάτη συντρίμμια και σπίθες. Φτάνοντας στα πιτς φώναζε, δείχνοντας το πίσω αριστερό λάστιχο, αλλάξτε το, αλλάξτε το. Τι να αλλάξουμε, του έγνεφε ο Μάουρο Φοργκιέρι, λείπει το μισό αυτοκίνητο.
Μόνο εκείνος επέμενε να ρισκάρει, οδηγώντας με παράτολμο τρόπο μη ανταγωνιστικά αυτοκίνητα. Όπως το '81 στη Χαράμα, με την απαράδεκτη Ferrari 126 CK. Βρέθηκε από έβδομος, πρώτος και έκανε 80 γύρους έχοντας κολλημένους πίσω του τους καλύτερους οδηγούς του κόσμου, με αυτοκίνητα που ήταν τουλάχιστον δυο δευτερόλεπτα το γύρο καλύτερα από το δικό του. Στον τερματισμό, μόλις 1,24" χώριζαν του πέντε πρώτους. Μια απίστευτη νίκη, ένα ρεσιτάλ οδήγησης.
Έβρεχε καταρρακτωδώς στις δοκιμές του Γουότκις Γκλεν, το '79. Η πίστα γλιστρούσε απίστευτα, λίμνες νερού είχαν σχηματιστεί σε πολλά σημεία. Ο Σέκτερ, ο πρώτος οδηγός της Ferrari, έγραψε 2'11". Ήταν μακράν πρώτος και έλεγε ότι είχε τρομάξει πολύ για να το πετύχει. Ο Ζιλ έβαλε το κράνος του και έφυγε για έναν από τους πιο άγριους γύρους που έγιναν ποτέ. Όταν σταμάτησε, κανείς δεν πίστευε τα ρολόγια. Είχε κατεβάσει 11 δεύτερα τον ήδη καταπληκτικό χρόνο του Σέκτερ.
Το 1979 ο Βιλνέβ θα μπορούσε να γίνει πρωταθλητής. Στερήθηκε τον τίτλο επειδή παρέμεινε πιστός σε ένα κώδικα ηθικής που συνοδεύει τους αληθινούς άντρες των Grand Prix. Στη Μόντσα ήταν για πενήντα γύρους στην ουρά του Σέκτερ, ξέροντας πως εάν ο Τζόντι νικούσε, θα του έπαιρνε το πρωτάθλημα. Πενήντα γύρους ο Ζιλ ευχόταν να σπάσει το μοτέρ της Ferrari εμπρός του, αλλά ο ίδιος, κρατώντας το λόγο του, δεν έκανε καμμιά κίνηση για να προσπεράσει. Το νούμερο δυο στην ομάδα πρέπει να βοηθά τον αρχηγό του. Αυτό έκανε ο Κόλινς στον Φάντζιο το 1956, αυτό έκανε και ο Πέτερσον στον Αντρέτι το 1978. Αυτός ο κώδικας τιμής, δεν έλεγε τίποτα στον Ντιντιέ Πιρονί.
Το 1982, ο Βιλνέβ ήταν πλέον νούμερο ένα στην ομάδα, με τον φιλόδοξο Πιρονί δεύτερο. Έγιναν φίλοι. Έμπαιναν συχνά στην 308 GTB του Ζιλ και στοιχημάτιζαν ποιός θα έμενε πιο πολλή ώρα με το γκάζι στο πάτωμα και πέμπτη στο κιβώτιο. Σαράντα με πενήντα λεπτά, χωρίς να κόψουν, ήταν οι χρόνοι τους στην μποτιλιαρισμένη αουτοστράντα.
Εκείνη την άνοιξη στην Ίμολα, 15 γύρους πριν από το τέλος, οι Ferrari πήγαιναν για το 1-2. Ο Βιλνέβ είναι πρώτος και ο Πιρονί δεύτερος. Η πινακίδα SLOW βγαίνει στα πιτς, πρέπει να σιγουρέψουν τη νίκη, να φυλάξουν τα μοτέρ, να προσέξουν τη βενζίνη. Ο Ζιλ κατεβάζει ρυθμό, ώσπου ο Πιρονί τον περνά. Μήπως είναι αστείο; Ο Βιλνέβ τον κυνηγάει, αλλά εκείνος τον κλείνει με κίνδυνο να βγουν και οι δυο έξω. Δεν μπορεί να είναι αστείο. Ένα γύρο πριν το τέλος, ο Βιλνέβ κάνει την κίνηση και η τάξη αποκαθίσταται. Οι σημαίες ανεμίζουν, τα πλήθη παραληρούν καθώς οι δυο Ferrari περνάνε την ευθεία για τον τελευταίο γύρο. Ο Ζιλ, υπακούοντας στις οδηγίες, κόβει και πάλι ρυθμό. Και τότε, στην ανοικτή καμπή που φέρει πλέον το όνομα Curva Villeneuve, ο Πιρονί βγαίνει από το slipstream και πετάγεται εμπρός. Σε λίγα μέτρα παίρνει τη σημαία.
Το λάδι στο καντήλι του Βιλνέβ τελειωνε. Προδόθηκε από ένα φίλο, που του έκλεψε τη νίκη με άδικο τρόπο. Ήταν κίτρινος, τα χείλη του σφιχτά, όταν ανέβηκε στο βάθρο. Δεν θα του ξαναμιλήσω ποτέ όσο ζω, είπε. Δεκατρείς μέρες αργότερα, στα δοκιμαστικά του Ζόλντερ, και ενώ ο Πιρονί είχε κάνει ταχύτερο χρόνο, ο Φοργκιέρι έδειξε στον Βιλνέβ την πινακίδα ΙΝ, να επιστρέψει στα πιτς, αφού είχε λιώσει το τελευταίο του σετ ελαστικών.
Οι κορυφαίοι οδηγοί κινούνται στο όριο. Οι πιο εκλεκτοί από αυτούς, όπως ο Νουβολάρι ή ο Ροζεμάγιερ, κάποιες μαγικές στιγμές το ξεπερνούν. Η πράξη τους αυτή δεν μεταθέτει το όριο. Αποδεικνύει απλώς ότι το όριο αναφέρεται στους άλλους ανθρώπους. Στη σύγχρονη ιστορία των αγώνων, δεν υπήρξε κανείς που να κινείται τόσο συχνά και κάθε φορά τόσο άνετα και φυσικά, πέρα από το δεδομένο όριο, όσο ο μικρόσωμος Γαλλοκαναδός με το μελαγχολικό βλέμμα.
Τα λάστιχα δεν επέτρεπαν να κατεβάσει το χρόνο του, ο Ζιλ γύριζε στα πιτς σε εκείνο το γύρο. Όμως, ενώ ο Σέκτερ έλεγε ότι πρώτη του προτεραιότητα σε κάθε αγώνα ήταν να τερματίσει ζωντανός, του Ζιλ ήταν να κατεβάσει το ρεκόρ γύρου, σε κάθε γύρο. Έκλεισε το μάτι στο πεπρωμένο και δοκίμασε το ακατόρθωτο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Γι αυτό ξεχώριζε, για τον απαράμιλλο έλεγχο στην ύστατη στιγμή, όταν φαίνεται ότι όλα έχουν χαθεί. Πολλές φορές το παράλογο και το αδύνατο πήραν σάρκα και οστά από τα χέρια αυτού του ανθρώπου. Τα χέρια του πιο χαρισματικού οδηγού αγώνων, τα χέρια του Ζιλ Βιλνέβ.
Όμως, στην τελευταία αριστερή στροφή, βλέπει μπροστά του τον Γιόχεν Μας. Ο οδηγός της March αργεί να αντιδράσει. Τα λάστιχα τους ακουμπάνε και η Ferrari με το νούμερο 27 απογειώνεται με 230 χιλιόμετρα την ώρα...

Τεύχος 44 Ιούνιος 2000




Εικόνα

Εικόνα

Εικόνα
Άβαταρ μέλους
By rocsta
#3337
Η αρπαγή της Ελένης

Στα 19 του εκείνο το Μάη, ο Γιάννης είχε όλη του την άνεση ν’ αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο. Δυο εκατομμύρια εκατον εβδομήντα οχτώ χιλιάδες δραχμές του μέτρησε ο πατέρας του για να τον πείσει να πάρει ένα άσπρο AX GT. Για μεταχειρισμένο, ούτε λόγος: δεν του έδινε δεκάρα. Άδικος κόπος, το μόνο που ζητούσε ο Γιάννης ήταν μια Lancia Fulvia. Πούλησε τη μηχανή του, τσόνταρε και κάμποσα η μάνα του –στα κλεφτά- κι αγόραση μια κόκκινη Coupe Rallye με το σπάνιο 1600άρι μοτέρ. Ο τελευταίος της ιδιοκτήτης την είχε ανακατασκευάσει με φροντίδα και γνώση κι έτσι το αυτοκίνητο ήταν σαν καινούριο παρότι κόντευε ήδη τα 20 χρόνια του το καλοκαίριο του ’91.
Τη λάτρεψε τη Fulvia o Γιάννης. Την πρόσεχε, τη ζέσταινε, τη σκέπαζε˙ πάνω απ’ όλα την οδηγούσε. Και τι δεν έκανε με αυτό το αυτοκίνητο: κόντρες στις νυχτερινές λεωφόρους, αναβάσεις σε όλα τα βουνά της Αττικής, ταξίδια, έρωτες.
Μήνες και μήνες, έκανε κάθε βράδυ τη διαδρομή απ’ τη Νέα Σμύρνη στο Λουτράκι και πίσω, για μια Νίνα που δούλευε στην καλύτερη ντίσκο της περιοχής. Και στρίγκλιζαν τα Ρ600 στα εσάκια της αλήθειας στην Κακιά Σκάλα. Κι όποτε γρατζουνιζόταν η Lancia, μια μικρή γρατζουνιά, ένα τόσο δα σημαδάκι που ήθελες μεγεθυντικό φακό για να το προσέξεις, την πήγαινε στον μπογιατζή και την ξανάβαφε. Ύστερα την έβγαζε φωτογραφίες: η Fulvia στο Ναύπλιο, η Fulvia στα χιόνια, η Fulvia να γλιστρά στους χωματόδρομους στα χωριά του Κάβο Ντόρο.
Αφού τάισε τους παλιατζήδες και συνεργειατζήδες της Αθήνας, έψαξε και βρήκε άκρες στην Ιταλία, αγόρασε ό,τι χρειαζόταν από εκεί. Κάθε επισκευή την έκανε μόνος του. Της άλλαγε το μπροστινό καπό με πλαστικό, για ελάφρωμα, το έβαψε μαύρο, όπως στις αγωνιστικές. Της έβαλε και μεγάλα Dell’ Orto, η Lancia πήγαινε σαν τον άνεμο. Δεν υπήρχε Gti να κάτσει κοντά της στα φανάρια της Κηφισίας και του Καρέα. Στα Λιμανάκια, που μόνο μοτοσυκλέτες σύχναζαν τότε, είχαν να λένε για τη Fulvia. Ν’ανεβαίνουν τα FZR με τα γόνατα στα τσιμέντα στο πέταλο πριν απ΄ την καντίνα κι αυτή να μην πλησιάζεται.
Πέρασαν η Νίνα κι άλλες πολλές από το δερμάτινο σαλόνι της Lancia. «Το μόνο αυτοκίνητο που τα δυο μπροστινά καθίσματα ακουμπάνε μεταξύ τους», έλεγε, γελώντας ο Γιάννης. Δεν είχε σκοπό να τη δώσει, αλλά γύρισαν τα πράγματα, πήγε στην Αμερική για σπουδές, γκαράζ δεν είχε να τη βάλει, ήθελε και κάποια χρήματα για ν’ αγοράσει εκεί αυτοκίνητο, την έδωσε. Ο αγοραστής –ας τον πούμε κύριο Χ- έμπορος εκ Θεσσαλίας, ήταν τύπος που πιάστηκε με πολλά λεφτά, καβάλησε το καλάμι αλλά παρέμεινε σπαγκοραμμένος. Είχε ένα σπίτι στον Πειραιά, κατέβαινε Σαββατοκύριακα στην πρωτεύουσα –με το τραίνο για να μην πληρώνει τις βενζίνες- αλλά ήθελε ένα αυτοκίνητο για να κάνει το κομμάτι του. Δεν έδινε λεφτά για καινούριο, η Fulvia τον βόλευε για να το παίζει χαΐστας στους όμοιούς του.
Ένας κοινός γνωστός έκανε το συμπεθεριό. Τον έπρηξε όσο να την πάρει τον Γιάννη. Παζάρια στην τιμή, και «τόσα λεφτά για παλιό αμάξι είναι πολλά». Μέχρι που τον έβαλε να της αλλάξει λάστιχα και να του τη φέρει ο ίδιος στον Πειραιά, γιατί αυτός ήταν δήθεν πολυάσχολος και δεν προλάβαινε να έρθει στην Αθήνα για να την πάρει. Ο Γιάννης τα έκανε όλα με κρύα καρδιά, μόνο σε μια έξαρση θυμού την παραμονή το βράδυ πριν του την πάει, έκατσε και της έβγαλε τα καρμπυρατέρ, έβαλε στη θέση τους κάτι μικρότερα και τα άλλα τα έπλυνε, τα καθάρισε και τα έβαλε στην αποθήκη μαζί με το πλαστικό καπό.
Χρόνια αργότερα, αφού γύρισε απ’ τη Βοστόνη, πήγε στρατό κι άλλαξε μισή ντουζίνα αυτοκίνητα, έμαθε ότι ο κύριος Χ πουλούσε τη Lancia. Τηλεφωνήθηκαν, πήγε πάλι στον Πειραιά και την είδε. Ξαναβαμμένη πρόχειρα, με θαμπωμένο πωλητήριο στο πίσω τζάμι, λάστιχα φόραγε κάτι στενά, κορεάτικα του πεταμού, είχε κι ένα τράκο εμπρός δεξιά. Στο πορτ μπαγκάζ, φαρδιά πλατιά, ήταν στερεωμένη μια μπουκάλα υγραερίου.
-Ρουφάνε πολύ τα άτιμα, έκανε ο Σάιλοκ ενώ ο Γιάννης δάγκωνε τα χείλια του.
Την πήγε βόλτα, το τιμόνι δεν άκουγε, το μοτέρ έμοιαζε να έχει χάσει τη μισή του ψυχή.
-Και πόσο την πουλάς; ρώτησε.
-Κοίτα να δεις, έχω βάλει καινούριο ραδιόφωνο, τα υγραέρια... να πούμε όσο μου την έδωσες;
Ο τύπος ήταν πέρα ως πέρα ελεεινός. Ο Γιάννης έφυγε χωρίς να καταδεχτεί ν’ απαντήσει.

Κυριακή μεσημέρι περπατούσε με κοστούμι και γραβάτα, καλεσμένος σε βαφτίσια. Οι «κοινωνικές υποχρεώσεις του έγγαμου βίου». Η γυναίκα του έλειπε, όφειλε να πάει εκείνος. Λίγο πριν την εκκλησία, σε μια γωνιά δίπλα σ’ ένα γιαπί, αναγνώρισε τη μισοδιαλυμμένη Lancia. Βρισκόταν έξω απ’ το ίδιο σπίτι που την είχε συναντήσει πριν από μερικά χρόνια. Μόνο που ήταν πιο βρόμικη και σκουριασμένη. Κοντοστάθηκε. Ύστερα περπάτησε προς το μέρος της, έκοψε ένα σύρμα απ’ την οικοδομή, το έσπρωξε στην κλειδαριά και με δυο απότομα τραβήγματα πάνω κάτω, άνοιξε την πόρτα. Έψαξε τα καλώδια κάτω απ’ το τιμόνι. Πάντρεψε το καφέ με το πράσινο, έφερε το κόκκινο κοντά κι έδωσε γκάζι. Η μίζα γύρισε κουρασμένα, τα Weber υπάκουσαν, το μοτέρ αργοδούλεψε. Προχώρησε σιγά σιγά ως το στενό. Έστριψε στον κεντρικό, έβαλε 2η, έδωσε στροφές, το μοτέρ πήρε να καθαρίζει. Άναψε τσιγάρο και κατέβασε το παράθυρο. Ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει.
Άβαταρ μέλους
By rocsta
#3339
Κάθε μικρή κοινωνία έχει τους ήρωές της. Στο χωριό που πέρασα τα σχολικά καλοκαίρια μου,ήρωας ήταν ο Λευτέρης,που έπαιζε την καλύτερη μπάλα,είχε τα ωραιότερα κορίτσια και τα καλύτερα γκάζια απ'όλους. Εμενε κοντά στο σπίτι μου και κάναμε παρέα,παρότι ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος. Οταν μάλιστα αγόρασε μια καθαρόεμη Μontesa βγάλαμε ένα καλοκαίρι στη σέλα. Τη μέρα ανακαλύπταμε την υπερστροφή στα γύρω βουνα, ενώ τη νύχτα γυρνάγαμε στο παραλιακό νυφοπάζαρο στις ντίσκο, με τα strobo των '80s.
To επόμενο καλοκαίρι τη θέση της Montesa πήρε ένα NSU TT. Με γαιδουρινά Weber, χταπόδι γαργαντούα, εκκεντροφόρο τόσο άγριο που αν πήγαινες κοντά θα σε δάγκωνε, πλαστικά καπό και φτερά , σκέτο πυραυλάκι. Οπου πετύχαινε Gti ο Λευτέρης , άναβε μισή ντουζίνα κίτρινα Carello και προσπέρναγε ντριφτάροντας.
Τα βράδια πηγαίναμε στα μπιλιαρδάδικα της περιοχής.
Εριχνε δυο σβούρες απ'έξω, μαζευόταν διάφοροι, 'πώς πάει το γκάζι', 'πάμε να σου δείξω' και έβγαινε όλο το μαγαζί στο δρόμο, παπιά και αγροτικά στο κατόπι του ΤΤ που πήγαινε στον πόλεμο με Corolla SR,μπιάλμπερα 124 και escort MKII.
Τόσες και τόσες φορές στήνονταν στην ευθεία, το Ενεσουδάκι πεταγόταν μπροστά και έμενε εκεί ως το τέρμα. Αλλοτε πάλι παίζαμε bowling δικής μας επινόησης. Στήναμε κορύνες αριστερά και δεξιά στα πεζοδρόμια, έπερνε φόρα δίπλωνε το ΤΤ, και με το κάρτερ να ξυρίζει το κράσπεδο, μια δεξιά, μια αριστερά, τις πέταγε κάτω.
Για πραγματικό όμως οδήγημα πηγαίναμε στη Βροντού. Μια έρημη ανηφορική διαδρομή, που στις κορδέλες της είχαν βροντήξει άπειροι τοπικοί και εκδρομικοί γρήγοροι. Σχεδόν κάθε φορά χρονομετρούσαμε το ανέβασμα, όχι με ρολόι, αλλά με μια κασέτα που ξεκίναγε με το Seeker, συνέχιζε με το Ghost Story και τελείωνε με την αρχή του Paranoid.
Την επόμενη χρονιά πήγα και γω στο χωριό με μοτοσυκλέτα, ο Λευτέρης όμως πήγε φαντάρος. Το καλό ήταν ότι μπορούσα να κάνω τον Ταρζάν εκ του ασφαλούς, το κακό ήταν ότι δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ και οι αλητείες κόπηκαν. Μάθαινα που και που νέα του, έμπλεξε με δουλειές, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Ευχόμουν να συναντιόμαστε πάλι κάποτε, έτσι για να κουτρουβαλήσουμε πάλι ξανά στη βροντού εις μνήμη της παρατεταμένης εφηβείας.
Εκλειναν έντεκα χρόνια από τότε, φέτος τον Ιούλιο, όταν είδα τον Λευτέρη, όχι με την κόκκινη 75 turbo των ονείρων του, αλλά με κόκκινο Hyundai Accent. 'Πού είναι τα γκάζια σου?' φώναξα. Γύρισε και με ένα πικρό χαμόγελο μου είπε, 'πάνε αυτά, παντρεύτηκα, λεφτά, ευθύνες αλλάζουν όλα Γιώργο'. 'Ναι αλλά από τις πάντες, στο οικογενειακό 1300 με καθισματάκι μωρού πίσω έχει διαφορά', τον πρόγκηξα εγώ'. 'Ε, και εσύ κάπνιζες Σέρτικα και τώρα σε βλέπω με Silk Cut' , με αποστόμωσε εκείνος.
'Πάμε μια μέρα στη βροντού?' του πέταξα'. ' Ασε πρέπει να πάω να πάρω ψωμί, περιμένει και η γυναίκα μου', είπε κάπως ενοχλημένα. 'Ελα μια μέρα σπίτι να φάμε'.
Τον χαιρέτησα και μαζί χαιρέτησα τις ρέμπελες αναμνήσεις του 80. Είναι δυνατόν ο ήρωας με τη Montesa και το ΤΤ να φέρεται σα μεσήλικας της συμφοράς? Εντάξει, όλα αλλάζουν, αλλά όχι και ο Λευτέρης να έχει βουλιάξει στο μαγκανοπήγαδο. Δεν ήθελα να πάω να τον δω, για να μη χαλάσω εκείνες τις εικόνες που φύλαγα στο μυαλό μου.
Μια μέρα ενώ συμάζευα την αποθήκη μου, ανάμεσα σε ψαροντούφεκα, ρακέτες και Βίπερ του Ζεράρ ντε Βιλιέ, βρήκα την παλιά κασέτα που ακούγαμε στη Βροντού. Θα πάω να του τη δώσω σκέφτηκα με πείσμα, έτσι για την τιμή των όπλων.
Πήγα στο σπίτι του-έπαιζε με δυο πιτσιρίκια στην αυλή-ενώ μια γυναίκα που φαινόταν ότι ήταν όμορφη πριν από πέντε χρόνια, καθόταν στην πόρτα. 'Καλησπέρα'. λέω... Ο Λευτέρης πετάχτηκε όρθιος μέσ' τη χαρά. 'Καλώς τον , από δω η γυναίκα μου η Βούλα'. απαντάει. 'Εχεις ένα μαύρο αυτοκίνητο?' με ρωτάει εκείνη. 'Ναι' της λέω, και αυτή με ύφος χωροφύλακα, μου κάνει : ' Να πηγαίνεις πιο σιγά, τρομάζετε τον κόσμο κοτζάμ μαντράχαλοι'. Πάγωσα από την ευγένεια της υποδοχής. 'Εφερα μια παλιά κασέτα του Λευτέρη' μπόρεσα αμήχανα να ψελλίσω. Σηκώθηκε τότε ο Λευτέρης με δύναμη σαν ελατήριο που είχε μαζεμένη ενέργεια από καιρό , λες και η γυναίκα αυτή τον αγάπησε για όλα εκείνα που τον χαρακτήριζαν και τώρα προσπαθούσε με μανία να του τα ξεριζώσει.
Ορμησε με δύναμη στο αυτοκίνητο. 'Που πάτε Λευτέρη' στρίγγλισε η Βούλα.
Εβαλε πρώτη, εγκατέλειψε το συμπλέκτη, φύτεψε το γκάζι στο πάτωμα και το Hyundai τινάχτηκε σε ένα burn out που ούτε κατά διάνοια δεν είχε περάσει από το μυαλό του Κορεάτη που το σχεδίαζε. Αρχισα να γελάω, όπως τότε, που τα σαββατόβραδα η ντίσκο με την πισίνα ήταν γεμάτη και το ΤΤ έκανε σβούρες στο διπλανό χωράφι, σκεπάζοντας τον ήχο από το La Isla Bonita, γεμίζοντας χώμα από το γιαπομάνι με τα λευκά κουστούμια, τις ημίγυμνες σταρλετίτσες και το νερό της πισίνας.
Πήγαμε ως τη διασταύρωση για την Βροντού στον κόφτη. Ο Λευτέρης σταμάτησε στην ελιά της εκκίνησης, έβαλε την κασέτα και πάτησε το play. Το Hyundai δίπλωνε και ξεδίπλωνε ανάμεσα στα πλατάνια, λίγο πιο αργά, αλλά με την ίδια αίσθηση ισορροπίας , όπως παλιά. Στην τελευταία αριστερή στροφή φλικάρισε απότομα, το Accent τα'χασε, σηκώθηκε στις δυο ρόδες και έβγαλε όλη την στροφή στον αέρα.
'Κόλα το φίλε', φώναξε όταν σταματήσαμε, και την ώρα που του χτύπαγα το χέρι και αρχίζαμε τα γέλια, ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Wishing Well. Αργήσαμε λίγο, αλλά τελικά οι ευχές έπιασαν.
Το πηγάδι μπορει να περιμένει. Καιρός να γυρίσω στα παλιά μου τσιγάρα.
Άβαταρ μέλους
By rocsta
#3341
Γνώρισα την barbie ένα φεγγάρι που δούλευα στο ραδιόφωνο. Ξανθιά, στα είκοσι, με διαστάσεις 90-60-90 και πρόσωπο εξώφυλλο της vogue, ήταν η φαντασίωση του σταθμού.
Οταν με ρώτησε αν τα ψευδοεντούρο είναι κάτι σαν το ψευδοκράτος του Ντεκτάς, νόμισα ότι είχε χιούμορ. Σύντομα κατάλαβα ότι το εννοούσε. Δεν είχε χιούμορ. Δεν είχε εγκέφαλο.
Μαθαίνοντας ότι είχα σχέση με τα αυτοκίνητα άρχισε να με ζαλίζει για κάποιον Μάκη με ένα Saxo. To είχε χαμηλώσει με ελατήρια Eibach, είχε βάλει μπούκα, έκανε χειρόφρενα με 200, ήταν γενικώς ατρόμητος τύπος. Δεν εντυπωσιάστηκα . Ολοι οι εικοσάχρονοι είναι ατρόμητοι κι ο τύπος που έχει μάθει στην γκόμενα του τι ελατήρια φοράει το Saxo του, είναι για τα μπάζα.
Μια μέρα που έβρεχε ζήτησε μετά την δουλειά, να την πάω σπίτι της στη Γλυφάδα. Θα έκανα κύκλο για να γυρίσω στο δικό μου στην Πλάκα, δέχτηκα όμως πιστεύυοντας ότι μια βόλτα με τη Veloce στη βροχή θα αρκούσε για να μην ξανακούσω λέξη για τον Μάκη, το Saxo και τους εφτά νάνους. Ετσι κι έγινε. Την έσφιξα με τις τεσσάρες ζώνες, της είπα να μη φωνάζει γιατί το μοτέρ έκανε θόρυβο και ούτως ή άλλως δεν την άκουγα και πήγαμε ως την μπιφτεκούπολη με τις πόρτες.
Κάποια στιγμή με ερωτεύτηκε και οι βόλτες με τη Veloce-που ποτέ δεν έμαθε να την λέει σωστά λέγοντάς την πάντα Βελότσα όπως γαλότσα-έγιναν συχνές. Δεν μπόρεσε να μάθει να μην φοβάται, λίγο-λίγο όμως σταμάτησε να ουρλιάζει.
Μια φορά άκουσε το Satisfaction στο ράδιο και φώναξε χαρούμενη:
-Το ξέρω αυτό, ποιός το τραγουδάει?
-Ο Mick Jagger, είπα.
-Και αυτόν τον ξέρω, συνέχισε.
Ηταν ίσως η πρώτη φορά που ήξερε κάτι που δεν είχε να κάνει με κραγιόν ή εσώρουχα, έτσι εντυπωσιασμένος ρώτησα πώς τον ήξερε, για να πάρω την δολοφονική απάντηση:
-Τον έχω δει στο Beverly, είχε έρθει σαν γκεστ.
Με κάτι τέτοια παρα το εκθαμβωτικό περιτύλιγμα, άρχισα να βαριέμαι. Εψαχνα δικαιολογίες για να μη βγούμε, έχω δουλειά ψαροντούφεκο, ιλαρά, τα είχα πει όλα. Ενα βράδυ Σαββάτου επέμενε, δεν είχα τι να πω, έτσι είπα αυθόρμητα,φεύγω, πάω στην Καλαμάτα. Συνέχισε την κουβέντα.
Υστερα από δέκα λεπτά, ρώτησε τι ώρα θα βγαίναμε.
-Δεν σου είπα ότι θα πάω στην Καλαμάτα?
-Εντάξει, να βρεθούμε στη μέση, που είναι η Καλαμάτα προς τη Γλυφάδα ή προς την Πλάκα?
Αποσβολώθηκα.
-Κορίτσι μου, είπα, ξέρεις πού είναι η Κόρινθος?
-Ναι, έκανε εκείνη.
-Το Ναύπλιο. η Τρίπολη? Συνέχισα εγώ.
-Ναι, ναι, ξαναείπε.
-Ε, η Καλαμάτα είναι ποιό μακριά, έκανα.
-Δηλαδή θα γυρίσεις αργά το βράδυ? Ξαναρώτησε η Barbie.
Κάπου εκεί το ειδύλλιο έληξε. Εγώ γύρισα στην ηρεμία μου και η Barbie στον Μάκη. Μου κράταγε μούτρα ώσπου κάποια στιγμή μου ζήτησε να την γυρίσω σπίτι. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο άρχισε η εξομολόγηση.
-Μου ζήτησε ο Μάκης να βγούμε, είπε, βγήκαμε και δεν φοβήθηκα καθόλου. Γέλαγα. Με ρώτησε γιατί γελάω και του είπα ότι έβγενα με ένα παιδί με μια Bελότσε(το παιδί με σκότωσε, τουλάχιστον είπε το όνομα σωστά), που είχε 200 άλογα(αυτό το πρόσθεσε μόνη της) κι έκανε κανονικές πάντες χωρίς χειρόφρενο(απίστευτη επισήμανση), οπότε κάνε ό,τι θες, δεν φοβάμαι πια, και συνέχισα τα γέλια.
Σκέφτηκα τον απεγνωσμένο Μάκη να δοκιμάζει τα πάντα και το μωρό να χαχανίζει, ιδανική συνταγή για πολύνεκρο: ένας μεγαλύτερος που τα έχει κάνει όλα καλύτερακαι πριν από εσένα. Θυμάμαι το συναίσθημα.
Στο Λύκειο έιχα ένα πενηντάρι Beta μοτοκρός και πέτυχα τον Αντώνη, τον πρώην της καλής μου, πάνω σε ένα αστραφτερό εξακοσάρι Tenere. Εδειξε το μηχανάκι μου και με ρώτησε από πού πέρνει καφέ, εννοώντας προφανώς, ότι ήταν καβουρδιστήρι. Του απάντησα φυσικότατα ότι ένα καθαρόαιμο ιταλικό πενηντάρι είναι χίλιες φορές καλύτερο από ένα γιαπωνέζικο υποκατάστατο και ότι προτιμούσα να περπατήσω παρά να καβαλήσω ένα μηχανάκι που λέγεται ψευδοεντούρο(να το πάλι αυτό).
Του τσάκισα τα νεύρα, η ψυχή μου ήξερε ότι κατά βάθος ήθελα να του τσακίσω τα μούτρα.
Φτάσαμε στο σπίτι της Barbie, κατέβηκε, ήρθε στη μεριά μου, έσκυψε και με φίλησε. Ξαφνιάστηκα με την απρόσμενη κίνηση. Τότε πρόσεξα ένα Saxo παρκαρισμένο απέναντι, και μια ντουζίνα γόπες κάτω απ'το παράθυρο, σημάδι ότι ο Μάκης περίμενε εκεί για ώρες.
Είχα πέσει θύμα σεναρίου για σπάσιμο στον Μάκη. Ο μάκης η Barbie και εγώ. Εγώ, η Σοφία και ο Αντώνης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Η Barbie με το αγαλματένιο κορμί και τη ελλειματική νοημοσύνη μας είχε τυλίξει στον ιστό της. Σκέφτηκα να του μιλήσω, να τον καθησυχάσω,
κι ύστερα θυμήθηκα ένα άλλο περιστατικό και πείστηκα ότι δεν χρειάζονται παρεμβάσεις, τα πράγματα παίρνουν νομοτελικά το δρόμο τους.
Λίγους μήνες μετά το συμβάν με το καβουρδιστήρι, είχα δει τον Αντώνη σε ένα φανάρι. Είχε ακόμη το ίδιο Tenere, μόνο που εγώ είχα ένα Guzzi Le mans 1000.
Mε γνώρισε, έγνεψε, γεια, '' να χαίρεσαι το κίτρινο μπρίκι σου'', απάντησα. Το φανάρι άναψε, άφησα το συμπλέκτη στις 7000 και χάθηκα σ'ένα σύννεφο λιωμένου Pirelli Phantom που τρυπούσαν οι φλόγες από τις ανοικτές Lafranconi στροβιλισμού.
Αν λοιπόν κάποιο βράδυ με περάσει διπλωμένο κανένα Evo ξερνώντας φλόγες με 300, θα ξέρω πώς ίσως να είναι ο Μάκης που ενηλικιώθηκε.
Άβαταρ μέλους
By rx8_drifter
#3346
rx8_drifter έγραψε:
άτιμη μαστοράντα
Εικόνα

οι ασυγχώρητοι
Εικόνα

oda a weber
Εικόνα

η φαντασία στην εξουσία
Εικόνα

γιατί
Εικόνα

2000 άλογα
Εικόνα

samurai
Εικόνα