GUSTAVO ADOLFO BEQUER
"Πάρε με..." Όχι, θα με δεις το πρωί, δεν θέλω να σε ξυπνήσω. "Δεν θα κοιμηθώ, όχι απόψε." Θα σας προλάβω στην Αγ. Παρασκευή (εκκλησία), καληνύχτα.
5.30, ένα στριφτό άφιλτρο ανάβει στο στόμα, με τον ηδονικό ήχο του χαρτιού όταν καίγεται, το κλειδί γυρίζει τη μίζα και ένας μπάσος στακάτος ήχος τραντάζει την εξάτμιση. Στο κέντρο της Αθήνας όλα είναι νεκρά, ξημέρωμα Κυριακής 15 Αυγούστου και αυτή η πόλη έχει παραδοθεί, στα τσιμέντα που χάσκουν σα φαντάσματα, σκοτεινά, άδεια από ψυχές που φωτίζουν κάπου αλλού. Η μεγαλούπολη φορά το πραγματικό της πρόσωπο και δείχνει σε ποιους πραγματικά ανήκει.
"Στάσου, ξέχασες τη τυρόπιτα!" Αχ μάνα, πάντα στο κατόπι με ένα μόνιμο άγχος και ένα φιλί στο κούτελο. "Καλά τα σακβουαγιάζ παιδί μου τα έβαλες στο πάτωμα; Δεν καταλαβαίνω, με τόσο μεγάλο χώρο αποσκευών" Δεν είναι ώρα για κουβέντες, το κέντρο βάρους παίζει ρόλο, για τους "κυνηγούς" και τους "κυνηγημένους" της μαύρης πίσσας.
Τα λάστιχα στριγκλίζουν, η Κωνσταντινουπόλεως άδεια και στενή, πολύ στενή. Μπάσιμο αριστερά για την Λ. Αθηνών, χωρίς φρένο. Χα, γραμμές και ηρεμία θέλει τελικά. Η εθνική άδεια από ΙΧ, γεμάτη φορτηγά που τρέχουν να προλάβουν την απαγόρευση και το λιμάνι της Πάτρας. Το είχε πει ο μπαρμπα-Βαγγέλης, "το φορτηγό Βασίλη, χρειάζεται οδηγό με υπομονή και κότσια, κανείς δεν γνωρίζει τους χρόνους της νταλίκας παρά μόνο εμπόρευμα και προορισμό. Όμως διάβολε, υπάρχουν άνθρωποι εκεί μέσα". Φαντάσματα σκέφτηκα.
Στην ευθεία των Μεγάρων, πάντα ο άνεμος φυσά δυνατά, κάποια ανωμαλία της φύσης που δεν κατανοώ. Στα 210, θυμήθηκα την CLK στο Le Man, το τιμόνι παραείναι ελαφρύ στα χέρια μου και δεν έχω όμορφα δέντρα γύρω μου να κάνω θεαματικό λουπ. Κόβω... καταραμένο κομμάτι μέχρι τη Κόρινθο, καταθλιπτικό, ποτέ δεν μου άρεσε.
6.05, Κορίνθου - Πατρών επιτέλους, έχει κάτι το μυσταγωγικό αυτή η διαδρομή, θυμίζει τελετή που ολοκληρώνεται με συγκεκριμένες διαδικασίες σαν χειρουργείο ανοικτής καρδιάς που τίποτα δεν γίνεται στη τύχη και όλα είναι σοφά μελετημένα, τόσο οι χρόνοι όσο και οι κινήσεις. Τα δάχτυλα σφίγγουν τη στεφάνη, τα δάκτυλα των ποδιών παίζουν μέσα στα car shoe, σαν να ζεσταίνονται για κάποια λυσσαλέα μάχη, για κάποιο σπριντ σε αυτό το Πελοποννησιακό ταρτάν. Ένα σημάδι από λάστιχα, θα μείνει γραμμένο στα πρώτα διόδια, ενώ το Road το Hell παίζει στο ραδιόφωνο. Η γλυκιά κοπέλα με τα πλούσια μαύρα μαλλιά μπροστά στο ταμείο, ήταν αγουροξυπνημένη για να δώσει τη δέουσα σημασία, σε κάτι τόσο ανούσιο.
Ως άλλο χειρουργείο λοιπόν, οι κινήσεις εκτελούνται με ακρίβεια οι ταχύτητες εναλλάσσονται από 4η σε 5η, με γοργούς ρυθμούς και τα φορτηγά μοιάζουν με εμπόδια που γλιστρούν νωχελικά στο φιδίσιο κομμάτι μέχρι τη Πάτρα. Χρειάζεται τύχη και τόλμη για να μην κολλήσεις στα κολωνάκια, εκεί που η λωρίδα γίνεται μία και ο δρόμος στα 140 μοιάζει με αεροδιάδρομο. Φταίνε εκείνες οι μεταλλικές μαλακιούλες που σου θυμίζουν πως είσαι θνητός και παίζεις σε μια οριοθετημένη διαδρομή; Ή μήπως τα κολωνάκια που στενεύουν το πέρασμα όσο ανεβαίνουν τα χιλιόμετρα; Χαχα, θυμήθηκα τις Συμπληγάδες Πέτρες. Πρέπει να τις περάσω όλες.
Ένα, δύο... πέντε φορτηγά στο βάθος, 800 μέτρα πριν τη παράκαμψη και τη μονή λωρίδα. Στα 200 τελευταία ξέρεις πως προλάβαινες ένα με δύο επικαθήμενα, πολύ αστεία λέξη πάντα μου προκαλεί θυμηδία. Φλας λοιπόν 120, 150, 5η 180 και φρένα. Πάντα στο ίδιο μοτίβο, σαν το παιχνίδι με το τιμόνι που παίζαμε μικροί. Ο κύλινδρος κυλούσε και τα εμπόδια ήταν πάντα εκεί στην ίδια θέση που τα άφησες. Πήρε να χαράζει και τα πρώτα τροχόσπιτα βγαίνουν δειλά στο δρόμο. Ωραίες θα ήταν αυτές οι διακοπές, βόλτες, μπάνια, φαγητό, ο γύρος της Ελλάδος, της Ευρώπης, του κόσμου ολόκληρου, μαζί με καλή παρέα. Χμμ, καλή παρέα... Κατέβασμα, μπάσιμο στα παρδαλά εσάκια πριν το Δρέπανο και τι άλλο βροχή. Παίζει παιχνίδια η φύση και στο Δρέπανο, είναι πάντα εκεί για να σου θυμίσει πως φτάνεις στη Πάτρα, μια πόλη πνιγμένη στην υγρασία, με πολλές ανούσιες βροχές. Ένιωσα το πόδι μου, το μαχαίρι στο κόκκαλο να με τσακίζει μέχρι τη περόνη.
7.00 Η γέφυρα του Ρίου, ντεκόρ που θυμίζει καρτποστάλ ο ήλιος στα δεξιά έχει ξεπροβάλει γεμάτος και προμηνύει μια πολύ ζεστή και πνιγηρή ημέρα. Τουλάχιστον για όσους μείνουν στη Πάτρα. Διασχίζω τη γέφυρα και η θάλασσα από κάτω πρωτόγνωρα γαλήνια με καλεί. Πρώτη φορά τη βλέπω τόσο ήρεμη και η όψη της παλιοβούνας με έκανε να ψάχνω στο παντελόνι μου αν φοράω μαγιό. Δεύτερο στριφτό, να φύγουν οι μύχιες σκέψεις. Το τηλέφωνο χτυπά... Δεν εχω δει ακόμα άνθρωπο να στρίβει τσιγάρο στο τιμόνι και να μιλά στο κινητό, χωρίς hands free. Δεν θα το δοκιμάσω. Ευτυχώς, γιατί στο επόμενο χιλιόμετρο τα φρένα και τα κατεβάσματα ήταν αρκετά για να ακινητοποιηθώ. Καπνοί και κόκκινα φώτα αναβοσβήνουν, ενώ ενα cl415, βουτά ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας. "Εισαι ο τελευταίος που περνά το Περιθώριο, το τέρας έχει κατέβει στην Εθνική και δεν πρέπει να φτάσει στο Ευηνοχώρι." Το μοναδικό επάγγελμα στο κόσμο που μου γέννα αυτόματα το σεβασμό είναι του πυροσβέστη. Τελικά έχω απωθημένα, σκέφτομαι καθώς αφήνω τη τυρόπιτα και δυο μπουκάλια νερό σε μισή ντουζίνα μπαρουτοκαπνισμένους νεαρούς.
Η διαδρομή μέχρι την Αμφιλοχία έχει παράξενη αίσθηση, σε προκαλεί να παίξεις μαζί της και εκεί που λες πως την έχεις σε πουλά, είναι γκόμενα η διαδρομή αυτή, γκόμενα περπατημένη, σχεδόν Σερραία. Παίζει με τρεις μεγάλες κάμερες στα χέρια, gatso τις ονομάζουν στη Γηραιά Αλβιώνα, όμως έχει κορμί φιδίσιο και εσχάτως πόδια μακριά καμμιά 30αριά χιλιόμετρα που παρακάμπτουν εν ριπεί οφθαλμού το Αγρίνιο, και σε οδηγούν στον κόλπο της Αμβρακίας λίμνης. Είναι γυναικείος κόλπος η λίμνη αυτή. Φτάνοντας στην Αμφιλοχία αναρωτιέμαι άραγε θα λείψει σε κανέναν το Αγρίνιο;
8.00 Αμφιλοχία. Η Αμφιλοχία τις νύχτες έχει νύμφες κι ξωτικά, γυναίκες απόκοσμα όμορφες που στέκουν στις φωτισμένες βάρκες του Αμβρακικού... Περνάω γρήγορα και μπαίνω με όσα στην αριστερή καμπή. Γνωρίζω πως σε λίγο ξεκινά το πάρτυ πριν το Μενίδι, το χωριό που ξεδίνει η Άρτα και οι νταβάδες πίσω από τις πορτοκαλιές ξεφορτώνουν τη πραμάτεια τους. Αηδία, ανοίγω τα παράθυρα και κατεβάζω σε 2η. Με δευτέρα και τρίτη, τα λάστιχα στριγκλίζουν ωραία και η ύπαρξη του κόφτη αποκτά άλλο νόημα σε αυτές τις στροφές. Μια 147 μπροστά μου, πασχίζει να κρατηθεί, φοβερό πλαίσιο και αναρτήσεις τις δίνουν πλεονέκτημα. Όχι όμως τώρα, η στιγμή είναι μοναδική, όπως εκείνες που ένα πανανθρώπινο χέρι σε σπρώχνει πιο μπροστά, πιο ψηλά πιο μακρυά. Ο οδηγός της παραδίνεται, μου παίζει τα φώτα και με χαιρετά. Υπάρχει πολιτισμός πάνω στον μπλε πλανήτη που να θεωρεί το υψωμένο μεσαίο δάκτυλο, δείγμα χαιρετισμού και απόδοσης σεβασμού; Με την απορία αυτή ανάβει το λαμπάκι της βενζίνης.
8.30 Διάβολε έχει γούστο να μην έχει ανοικτό βενζινάδικο στην Άρτα. Κυριακή πρωί και η πόλη ξυπνά (;), ευτυχώς τα πανηγύρια έχουν τελειώσει και τα αγροτικά, που ήταν φορτωμένα πιτσιρίκια ως άλλα ταξί, τώρα αράζουν στις αυλές των σπιτιών. Γεμίζω μετά το πρώτο δαχτυλίδι στην είσοδο της πόλης και ξεκινώ νωχελικά, περνάω το Γιοφύρι και αναστενάζω. Ψάχνω να βρω τα ίχνη εκείνης της δύσμοιρης γυναίκας, που μας χάρισε αυτό το κομψοτέχνημα αρχιτεκτονικής Ηπειρώτικων γεφυριών. Η διαδρομή για τη Ροδαυγή αρχίζει και είναι αγαπημένη. Υπό άλλες συνθήκες, τα σκασίματα της εξάτμισης θα έσκιζαν το Ξηροβούνι στα δυο, και θα αντηχούσαν στα Τζουμέρκα. Όχι όμως σήμερα. Το τρίτο τσιγάρο, στριμένο στο τιμόνι και αυτό ανάβει, ενω το ράδιο Ήπειρος αποφασίζει να βάλει Κιτσάκη. Απονομή δικαιοσύνης για αυτά τα χώματα και οι ρυθμοί πέφτουν μέχρι τη Ροδαυγή, μισή ώρα μετά.
Φιλί στο μάγουλο. Έφτασα καλημέρα!. "Δεν με πήρες". Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. "Τι ώρα είναι;" Μόλις χτύπησε η πρώτη καμπάνα, σήκω ντύσου.