Γενικά αυτοκινητιστικά θέματα
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8707
ililias έγραψε:Με αφορμή από άλλο θέμα, θέλω να σας συστήσω τον Παναγιώτη.
Είναι ένας τύπος που μάλλον θέλεις για φίλο, αλλά σίγουρα ΔΕΝ θέλεις για εχθρό. Παρά το ύψος του, είναι νταής. Αλλά νταής από τους παλιούς, του σπας την καρέκλα στην πλάτη κι αυτός νομίζει ότι τον ξύνεις.
Τα χέρια του είναι όπως θα περίμενες να είναι τα χέρια κάποιου που ασχολείται με αγροτικές δουλειές από τη γέννησή του, πέρασε μια 5ετία στα καράβια, είχε 10 χρόνια χασάπικο και από 400 μέχρι 1000 γιδοπρόβατα που αρμέγονταν με τα χέρια. Όλα αυτά με μια διακοπή 2 χρόνων, όταν αναγκάστηκε να τα πουλήσει όλα και να ανέβει Αθήνα, να δουλέψει μαζί με τη συχωρεμένη τη γυναίκα του* γκαρσόνι διπλοβάρδια, για να ξεχρεώσει ένα δάνειο της Αγροτικής. Πλήρωσε, τότε, 5.200.000 δρχ για ένα δάνειο 800.000 δρχ που πήρε για να ταΐσει τα ζώα του που υπέφεραν από 3 χρόνια ανομβρίας κάπου στα τέλη της 10ετίας του '80 - για όποιον θυμάται. Και, βέβαια, είναι από τους ελάχιστους που πλήρωσαν, αφού σε όσους κράτησαν τα πρόβατα χαρίστηκαν τα πανωτόκια και πλήρωσαν, τελικά, μέχρι το 2πλάσιο του αρχικού δανείου...

Εικόνα

Έτσι, για να πάρετε μια ιδέα. Το πρόσωπο το έκρυψα λίγο, γιατί στο βάθος ο άνθρωπος αυτός είναι μάγκας.
Ο μάγκας λοιπόν αυτός, μετά από περιπέτειες μερικές από τις οποίες ίσως σιγά σιγά σας γράψω, βρέθηκε εδώ και λίγο καιρό και πάλι γκαρσόνι στην Αθήνα. Για να την βγάλει αυτή τη φορά, αφού του έβγαλαν στο σφυρί ό, τι είχε και δεν είχε. Και μόνος, αφού χώρισε. Με κοτσίδα και χωρίς μουστάκι για πρώτη φορά στη ζωή του, αφού του τη σπάει που άσπρισε.
Γκαρσόνι νύχτα, σε πατσατζίδικο στη Θηβών.
Εκεί τον έβλεπα να κάθεται, χυμένο σε μια καρέκλα, και να παρακολουθεί έναν που ντίρλα από την 8η μπύρα ζητούσε κι άλλη. Και δεν του πήγαινε. Μέχρι που ο ταμίας του έκανε την παρατήρηση:
Ταμίας: "Πήγαινε Πάνο μια μπύρα στον κύριο"
Πάνος: "Τι;"
Τ "Μια μπύρα σου ζητάει ο κύριος, δεν ακούς;"
Π "Τι να την κάνει, Γιώργη; Που να την βάλει, Γιώργη; Μα πόσο μ@λ@κ@ς είσαι, Γιώργη, θα ξεράσει εδώ μέσα και θα σφουγγαρίζω δυο ώρες, άσε που θα πρέπει να τον ακουμπήσω πουθενά έξω και να τον προσέχω μέχρι να συνέλθει. Δυο ευρώ κάνει μια μπύρα, Γιώργη, δε μας γ@μιέσ@ι, Γιώργη μας;"
Τα τελευταία τα είπε δίχως να μετακινηθεί, με μια ανάσα - αλλά αργά και έντονα, τόσο που ο Γιώργης δεν ξαναμίλησε, τι να πει, άλλωστε;
Όσοι (λίγοι) ξεμέθυστοι στο μαγαζί κοντεύαμε να πέσουμε κάτω από τα γέλια, ο Πάνος δεν μας έριξε ούτε μια ματιά, ο ντίρλας άφησε ολόκληρη την 8η μπύρα του (μάλλον δεν την είχε δει καθόλου), πλήρωσε κι έφυγε (αφού έψαχνε κάνα 3λεπτο την πόρτα).

*η γυναίκα του μια χαρά είναι, τη λέει έτσι απ' όταν χώρισαν.
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8708
ililias έγραψε:Η σημερινή μας ιστοριούλα με παίδεψε. Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να μπει στο περί εργασίας και αμοιβών στην Ελλάδα θέμα ή στις αληθινές ιστορίες ή στο περί της τρέλας των Ελλήνων. Ελπίζω να έκανα την κατάλληλη επιλογή.

Αγόρασα ένα χώρο. Μέσα σ’ αυτόν υπήρχε παρατημένο φορτηγό Volvo F1220 χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτα. Μηχανολογικά σε πολύ καλή κατάσταση όταν δούλευε, ο παλιός ιδιοκτήτης ήταν μπιτζάρης αλλά έπεσε έξω και του πήρε την επιχείρηση η τράπεζα. Από την τράπεζα την αγόρασε άλλος που, αφού πήρε ό, τι άξιζε, πούλησε το κουφάρι. Οι ξεφτίλες, έβγαλαν μέχρι και το καλώδιο της κεντρικής παροχής. Μη χάσουν. Το φορτηγό, λοιπόν, το κληρονόμησα εγώ - και άρχισα να προσπαθώ να το πουλήσω.
Άδικα, όπως αποδείχτηκε.
Να βγάλω, λέω, τιμή. Πόσο πάει μια μηχανή κομπλέ στα μεταχειρισμένα; 2.500 Ε, πάνω – κάτω. Ένας άξονας; Ένα διαφορικό; Σασί; Παρμπρίζ; Ζάντες; ...
Κι έβγαλα την τιμή που ζητούσα: 2.500 Ε συνολικά.
Έφερα τον καλύτερο μηχανικό της περιοχής, να το βάλει μπροστά. Αν δουλεύει, σκέφτηκα, θα το δώσω πιο εύκολα.
Έχουν φάει τα ποντίκια τα καλώδια, λέει, και είναι επικίνδυνο να πάρει φωτιά. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βγάλουμε τον άξονα, μήπως και μπορέσουμε να το πάρουμε από εδώ τραβώντας. Βγάλαμε τον άξονα, ελευθερώσαμε τα φρένα, πήρε την επίσκεψή του και πήγαμε όλοι μαζί για νανάκια.
Το πουλήσαμε;
Ναι, καλά..
Μα κανείς; Κανείς;
Μέχρι που κάποια μέρα, στην Ανδραβίδα στην έκθεση αλόγων, είδα ένα γύφτο. Πουλάς φορτηγό; Τι μοντέλο; Με ρώτησε. Κι εκεί φαίνεται ότι τελειώσαν όλα. Κάθε 10 – 15 ημέρες, ένας γύφτος μου τηλεφωνούσε για το φορτηγό. Πάντα διαφορετικός, πάντα δεχόταν την τιμή στο τηλέφωνο και την άλλαζε στο ζωντανό (παλιό το μοντέλο, δεν είναι εμπορεύσιμο, για παλιοσίδερα μόνο κάνει, βλέπεις αυτόν τον κωδικό; Αν ήταν 2 αντί για 1 θα σου τα έδινα τα λ7 .. πολλά ΠΟΛΛΑ τέτοια ωραία. Και όλοι (αλλά ΟΛΟΙ) έφταναν στην τιμή: 1.500 Ε, να μείνουν 300 Ε μεροκάματο.
Πριν από μια εβδομάδα το αποφάσισα: Έχουν περάσει 2 χρόνια !!!!!!!!! Δεν θέλω να περιμένω άλλο. Και όταν ήλθε ο Χρήστος, του είπα το ναι. Εννοείται ότι με το ναι στα 1.500 μου έδωσε 1.300, μετά 1.350, 1.400, 1.450, 1.500. Μία ώρα και κάτι παζάρι. Αλλά το χρήμα, μετρητό. Κάναμε τις υπεύθυνες δηλώσεις μας, όλα καλά και νόμιμα.
Δευτέρα το πρωί, έλλειπα. Θα πάω στις 8, μου είπε. Να πας, του είπα. Θα πάω κατά τις 9, σκέφτηκα, να δω τι κάνει. 8:20 το είχε βάλει μπροστά και είχε φύγει. Το κενό έδειχνε το χώρο όπου βρισκόταν το φορτηγό. Σε 20 λεπτά είχαν ξαναβάλει τον άξονα, είχαν εξαλείψει τον κίνδυνο της πυρκαγιάς κι έφυγαν. Ρώτησα κι έμαθα. 2.700 Ε παζάρεψε τον κινητήρα, μάλιστα αυτός που τον αγόρασε ανέλαβε να τον βγάλει από πάνω μόνος του. Διαφορικά, άξονες, σασί, το αυτοκίνητο λύθηκε σε δυο μέρες κι έγινε ένα βουνό σίδερα. Μέχρι και το σάπιο κουβούκλιο έβγαλε ό, τι είχε να δώσει, μου φαίνεται ότι τα 1.500 που μου έδωσε θα τα πάρει μόνον από τα τζάμια.

Τους θαυμάζω: Οργανωμένοι άνθρωποι! 1.500 είναι η ταρίφα, όλοι το ήθελαν αλλά με έπαιζαν μέχρι να το αποφασίσω. 1.501 δεν έδωσε κανείς! Κι αν σήμερα έβγαλε ένας μεροκάματο, αύριο θα βγάλει άλλος.

Περαστικά μας..
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8711
ililias έγραψε:Ο κυρ – Μάκης
Γεννήθηκαν, αυτός και τα 2 αδέλφια του, στο κέντρο της Αθήνας κάπου εκεί στα τέλη της 10ετίας του 1930. 3 αδέλφια, αγόρια. Οι γονείς τους καλοί άνθρωποι και επαγγελματίες, δεν μπόρεσαν όμως να επιβιώσουν από την πείνα της κατοχής. Θυμάται ακόμα το κάρο που τους μάζεψε, νεκρούς και τους δυο μαζί. Κι έμειναν τα 3 παιδάκια, με χέρια σαν καλάμια και κοιλιές πρησμένες, ν΄ ατενίζουν στο πουθενά. Αυτός βρέθηκε σε μια οικογένεια στη Βόρεια Ελλάδα, ο ένας του αδελφός κάπου στη Λάρισα κι ο άλλος στην Αθήνα. Έσμιξαν μετά τον πόλεμο – κι από τότε δεν χώρισαν (σχεδόν*) ποτέ.
Για να μην πεινάσουν, έπρεπε να δουλέψουν. Κι αποφάσισαν να μάθουν τέχνη. Πήγαν βοηθοί στον Σαρίδη. Σύντομα έγιναν μαστορόπουλα και, τελικά, άνοιξαν δικό τους "μαγαζί". Συνέχισαν να δουλεύουν κατά βάση για τον Σαρίδη, σαν εργολάβοι του. Όσα του ζητούσαν, τους τα έδινε. Και χρέωνε άλλα τόσα. Κι αυτοί απασχολούσαν άλλους 6 μαστόρους, τους οποίους πλήρωναν διπλά απ’ την αγορά. Μαζί και οι 9 βγήκαν στη σύνταξη, αφού είχαν γίνει και φίλοι και κουμπάροι. Μια οικογένεια...
* Ο Μάκης γνώρισε την Ελένη. Ωραία η Ελένη, 20 χρονών παλικάρι ο Μάκης. Αγαπήθηκαν, όπως αγαπιόντουσαν οι νέοι τότε. Αλλά οι δικοί της δεν τον ήθελαν. Μια παρεξήγηση, αυτή περίμενε ένα μήνυμα που αυτός έστειλε αλλά δεν έφτασε ποτέ. Κι αυτή παντρεύτηκε με άλλον. Μόλις το έμαθε ο Μάκης, έκανε το πρώτο που σκέφτηκε να κάνει: Έφυγε όσο μακρύτερα μπορούσε...
Γιοχάνεσμπουργκ, 10ετία του ‘60. Σαξοφωνίστας σε ορχήστρα που έπαιζε σε ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία του κόσμου. Πολυτάλαντος, ο δικός μας. Τον δεύτερο χρόνο ήταν ήδη διευθυντής στην ορχήστρα κι έπιανε ένα σκασμό λ7! Γνώρισε γυναίκες, προτιμούσε τις Εβραίες. Ωραίες γυναίκες και ματσωμένες γερά. Με μια απ’ αυτές ήταν έτοιμος να παντρευτεί και να στείλει την Ελλάδα στον αγύριστο.** Οι Έλληνες εκεί, μια άλλη Ελλάδα. Φιλότιμοι, εργατικοί, φιλόξενοι. Από τους λίγους Ευρωπαίους που έβλεπαν τους μαύρους σαν ανθρώπους, κι αυτοί το ανταπέδιδαν με αγάπη κι αφοσίωση. Τρεις υπηρέτες είχε, τους θυμάται ακόμα. Επίσης θυμάται τα δέντρα που ξερίζωναν, κάτι δέντρα κάτω απ’ τα οποία ήξεραν ότι θα εύρισκαν έναν εξαιρετικό για τους μαύρους μεζέ: Μαύρα φίδια. Τους λαγούς που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, πάλι, τους σιχαινόντουσαν. Παράξενοι άνθρωποι. Έτρωγαν φίδια, ποντίκια και μερμήγκια και σιχαίνονταν τους λαγούς. Δε βαριέσαι...

Συνεχίζεται...
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8712
ililias έγραψε:** Κάθε τόσο μάθαινε νέα της Ελένης. Ήξερε ότι είχε ήδη δυο κόρες, η μια δυστυχώς με σοβαρό πρόβλημα στον εγκέφαλο. Μια μέρα, γυρίζοντας Αθήνα από το ίδρυμα όπου είχαν βάλει το παιδί ο άντρας της σκοτώθηκε, αυτή είχε μείνει πίσω. Ο Μάκης το έμαθε μερικούς μήνες μετά. Του πήρε μια εβδομάδα να βρει αντικαταστάτη για την ορχήστρα και να πουλήσει ό, τι είχε αποκτήσει στο Γιοχάνεσμπουργκ. Γύρισε Ελλάδα και πήγε να την βρει. Από τότε είναι μαζί, οι κόρες της είναι κόρες του και ο γαμπρός της γαμπρός του. Και τα παιδιά της κόρης της, εγγόνια του. Κι ας μην έχουν τ’ όνομά του, κι ας μην παντρεύτηκε ποτέ με την Ελένη: Τα δυο παιδιά της κόρης της είναι οι μόνοι κληρονόμοι του...
Η δουλειά πήγαινε καλά. Τα τρία αδέρφια ήσαν τεχνίτες περιζήτητοι! Τα έργα τους, έργα τέχνης απαράμιλλης ομορφιάς κι αξίας. Τα κύρια υλικά τους καρυδιά Αμερικής και μαόνι Ονδούρας, όλα επιλεγμένα από τους ίδιους. Όταν ερχόταν καράβι με ξυλεία στον Πειραιά, έμπαιναν μέσα πρώτοι. Διάλεγαν αυτά που ήθελαν, πλήρωναν υψηλότερη τιμή απ’ όλους, φόρτωναν κι έφευγαν. Σαλόνια στα Ανάκτορα, οι αετοφωλιές του δικτάτορα Παπαδόπουλου, σαλόνια στο Μέγαρο Μαξίμου, στα "σπίτια" των Βαρδινογιάννηδων, το κατάστημα της Chase Manhattan Bank, …. Ειδικά σ’ αυτό το τελευταίο, όταν το τελείωσαν, οι Αμερικάνοι μηχανικοί τους έδωσαν "γη και ύδωρ" για να τους πάρουν στην Αμερική. Τους έταξαν …. Και τι δεν τους έταξαν. Αλλά αυτοί αρνήθηκαν να φύγουν. Είχαν, φαίνεται, τους λόγους τους....

Σύνταξη. Περίμεναν μέχρι να μπορούν να φύγουν και οι 9 και, απλά, έκλεισαν το μαγαζί. Οι καλύτεροι αρχιτέκτονες της Αθήνας προσπάθησαν να τους μεταπείσουν, αλλά μάταια. Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ …. Ο μεγαλύτερος αδελφός αρρώστησε από καρκίνο λίγους μήνες μετά. Έζησε άλλον ένα χρόνο, μαζί με τον Κυρ – Μάκη. Δεν είχε κάνει οικογένεια. Ο τρίτος έχει μια κόρη. 9 άντρες στη δουλειά, <<αφεντικά>> και <<υπάλληλοι>>, κανένας δεν έκανε γιό! Άνθρωποι με όρεξη να μάθουν είδος σε ανεπάρκεια στην Ελλάδα, κανένας για να συνεχίσει την τέχνη! Τέλος….
Χθες βράδυ πίναμε μπύρες τρώγοντας σουβλάκια και μιλώντας για κυνήγι. Στα 72 του, είναι από τους καλύτερους κυνηγούς πουλιών. Φέρνει σπίτι χιλιάδες τσιχλοπούλια το χρόνο, κυνηγώντας στα βουνά από Λαμία μέχρι Λάρισα.
Συνεχίζει και να σκαλίζει. Όχι ξύλο, τι άλλο να φτιάξει πιά; Σκαλίζει πέτρα, μάρμαρο, γυαλί. Και μη νομίζετε ότι φτιάχνει τπτ αφηρημένα αγάλματα, μαρμάρινα κύπελλα φτιάχνει, πιάτα, βάζα, ροζέτες, διακοσμητικά. Και ζωγραφίζει τοίχους στη γειτονιά.
Ένα παράπονο έχει από τη ζωή του: Που δεν υπάρχει κανένας που να ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει τη δουλειά τους και η τέχνη τους θα πεθάνει μαζί τους....

ΥΓ. Χρήματα από τη δουλειά δεν τους έμειναν. Μεγάλο το κόστος, μεγάλοι και οι μισθοί που πλήρωναν. Ένα διαμέρισμα μ' ένα τεράστιο μπαλκόνι έχει ο Κυρ - Μάκης, όπου όταν κάθεσαι νομίζεις ότι απλώνοντας το χέρι θα πιάσεις την Ακρόπολη. Κι αυτό (και κάτι άλλα περιουσιακά στοιχεία) αγοράστηκε όταν πουλήθηκαν χρυσά κάποια οικόπεδα που είχε αγοράσει χωράφια στα Μεσόγεια.
Α, του έχει μείνει κι ένα "χωράφι" 4,5 στρέμματα στο Πόρτο Ράφτι. Κάτι πιάνει κι αυτό...
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8713
thymios έγραψε:Ο Αντώνης που δεν πέθανε...

Σε ένα χωριό της Αρκαδίας, το γνωστό σε πολλούς Λεβίδι, η κατοχή ήταν αρκετά σκληρή. Όπως όλες οι ορεινές περιοχές, έτσι κι εκεί η επικοινωνία με άλλα χωριά ήταν δύσκολη, ελεγχόταν εύκολα απ τους Γερμανούς και τα απαραίτητα αγαθά μειώνονταν συνεχώς. Οι αντιστασιακές δράσεις ήταν η μόνη λύση

Ο Αντώνης ήταν μέλος της τοπικής αντιστασιακής δράσης, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό. Αυτό φυσικά δεν ήταν εύκολο, έπρεπε να μη γνωρίζουν καν οι Γερμανοί την ύπαρξή του - μόνο έτσι δε θα κινδύνευε η οικογένειά του. Το σπίτι του ήταν πάνω στο λόφο, στην εκκλησία, στους Ταξιάρχες, από κάτω. Από κει μπορούσε να βλέπει τι συνέβαινε στον κάμπο, προσπαθώντας να εντοπίσει τις κινήσεις των Γερμανών, πάντοτε χωρίς να ξέρουν ποιός είναι και με ποιόν είναι συγγενής, σαν φάντασμα.

Κάποια στιγμή έπρεπε να επέμβει, η φάλαγγα που θα περνούσε από το χωριό είχε πράγματα που θα βοηθούσαν. Η ενέδρα στήθηκε από την ομάδα, πίστευαν οτι όλα θα πήγαιναν καλά. Όμως κάτι στράβωσε, σκοτώθηκαν κάποιοι Γερμανοί και οι υπόλοιποι εντόπισαν τον Αντώνη, έμαθαν γι αυτόν, την οικογένειά του. τον κυνήγησαν να τον πιάσουν

Ο Αντώνης ήξερε οτι θα έψαχναν κάθε σπίτι να βρουν αυτόν και τους υπολοίπους, φοβόταν οτι η οικογένειά του κινδύνευε..έπρεπε να θεωρηθεί νεκρός. Εγκλωβισμένος μέσα στο χωριό, αδυνατούσε να βρει καταφύγιο.

τότε σκέφτηκε τη μόνη κρυψώνα - το νεκροταφείο στους Ταξιάρχες.Κυνηγημένος ακόμη, με τους Γερμανούς πίσω του, μπήκε μέσα σε έναν τάφο και κλείστηκε εκεί μέσα...Κενοτάφιο. Στριμωγμένος, γνώριζε πως αν τον ανακάλυπταν θα ήταν νεκρός. Όλη τη νύχτα άκουγε τα ποδοβολητά απ τις γκέτες στο νεκροταφείο. Οι Γερμαναράδες πίστευαν οτι θα κρυφτεί στην εκκλησία, δε σκέφτηκαν τους τάφους.

Τέσσερις μέρες έμεινε εκεί μέσα ο Αντώνης! Οι Γερμανοί κατά καιρούς περνούσαν από κει περιπολίες...Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, τσιμπούσε το δέρμα του και κουνούσε τα δάχτυλά του για να μη μουδιάσει ολόκληρος. Παρακαλούσε να μη βρέξει και πνιγεί, δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν οι Γερμανοί, πότε θα έφευγαν, τι είχε συμβεί με τους συναγωνιστές του. Και κανείς δε γνώριζε οτι βρισκόταν εκεί!Μετά από 4 μερόνυχτα αποφάσισε να βγει. Δεν άντεχε άλλο. Οι Γερμανοί είχαν φύγει. εξαντλημένος έφτασε στο πρώτο σπίτι, πήρε λίγες δυνάμεις και ξεκίνησε για το σπίτι του που βρισκόταν λίγο παρακάτω. Μπήκε μέσα και είδε όλη την οικογένεια στα μαύρα. Όλοι τον είχαν για νεκρό...ευτυχώς μαζί τους και οι Γερμανοί. Οι συγγενείς του δεν πίστευαν στα μάτια τους!

Ο αντώνης συνέχισε τη δράση του και μετά από λίγους μήνες έφυγαν οι Γερμανοί απ τη χώρα. Έζησε αρκετά χρόνια και έφυγε κάπου στη δεκαετία του 80, σχετικά ηλικιωμένος

Ήταν αδελφός του παππού μου, η ιστορία είναι 100% αληθινή και την ακούω από μικρό παιδί...
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8714
skye έγραψε:Καπου εν μεσω καυσωνα, ερωτικης απογοητευσης, σαχλων σκυλαδικων στο ραδιοφωνο, καπου, καπως, επρεπε να περασω και'γω σιγα σιγα στην ενηλικιωση. Αλλωστε τι ημουν; Ενα λυκειοπαιδο ημουν ακομα. Δεκαεφτα χρονων. Ο φιλος μου ο Νικος μου γνωρισε τον Γιαννη. Ο Γιαννης ειχε εναν πατερα ημιβλακα, αλκοολικο. Ο πατερας του Γιαννη τα ετρωγε στα κωλομπαρα, ειχε ηδη φαει ολη την οικογενειακη περιουσια - και μιλαμε για πολλα λεφτα - στις γυναικες. Παντρεμενος, η συγχωρεμενη η γυναικα του εβλεπε σε ενα σαββατοκυριακο οσα εμεις βλεπουμε σε μια ζωη. Πως το ειχε πει ο Lou Reed, "my week beats your year". Καπως ετσι. Τι καταρες απο τσουλακια - να παιρνουν σπιτι και να τη βριζουν, "πουτανα, θα σου κανω μαγια, θα πεθανεις" της ελεγε μια.
Εμεις τι να νιωσουμε τοτε. Παιδια ημασταν στο κατω κατω. Πηγαιναμε με τον μπεκρη πατερα του Γιαννη στα κωλομπαρα, η μανα του μας ειχε σπιτι σαν παιδια της, μας ταϊζε, μας εφτιαχνε καφεδες, μας εκανε ολα τα χατηρια. Και τι νομιζετε, ειχαν πια λεφτα; Με δανεικα ζουσαν, απο' δω κι απο'κει. Ψιχουλα εβγαζε η μανα του, ο πατερας του δεν δουλευε. Και 'μεις, παιζαμε με τον μπεκρη χαρτια, κανονικα, με λεφτα. Και βαζαμε στοιχηματα.
Ενα βραδυ σε καποιο μπαρ, γνωρισαμε μια παρεα κοριτσιων απο μια αλλη παρεα. Εγω δεν ημουν σε ψυχολογια να ασχοληθω στην παρουσα φαση - πως να σκεφτεις το σεξ οταν εισαι 17 χρονων, σε μπαρ που παιζει σκυλαδικα και εισαι κολλημενος με αλλη; Το μυαλο μου ηταν αλλου. Σχεδον τις αγνοησα θα μπορουσα να πω, αλλα ανταλλαξαμε καποιες κουβεντες.
Στην παρεα των κοριτσιων παντως ηταν δυο αδελφες. Η μια γνωστη στα περιξ Νεας Σμυρνης - Φαληρου για την εξαιρετικη της ικανοτητα να βρισκει αντρες και να τους τα τρωει, η δε αλλη γνωστη για την ικανοτητα της να βρισκεις αντρες καθε ηλικιας και σωματοτυπου και να τους πεταει τα ματια εξω. Και ημασταν στο μπαρ ολοι μαζι, εμεις, αυτες, και ο μπεκρης πατερας. Και δωστου ποτα και καλοπεραση.
Περασε καιρος και βρεθηκα ενα βραδυ σε καποιο σπιτι με μια κοπελα. θα πηγαιναμε σε καποια φιλη της απο την Αμαλιαδα που σπουδαζε στην Αθηνα. Μπαινουμε μεσα λοιπον, και βρισκω τη φιλη της να χαμουρευεται με ενα γκομενο, και τον μπεκρη (!) με τη μια εκ των αδελφων, αυτη που εβγαζε τα ματια οποιου γνωριζε. Με πιανει ο μπεκρης, μου λεει, "λοιπον, τσιμουδια ε;" Ημουν φιλος με το γιο του, και ειχα καλες σχεσεις και με τη γυναικα του. Ομως δεν ειπα τιποτα. Τι να ελεγα; Πως; Και σε ποιον; Να ελεγα στο φιλο μου, ξερεις, ο πατερας σου πηδαει το 19χρονο τσουλακι;
Ομως φαινεται οτι τον μπεκρη τον σφουγγαρισε σε καποια φαση. Αν και ειχαμε ξανακολλησει καθως εγω ξαναχωρισα, καναμε παλι παρεα εγω με το γιο του, με το Νικο, και με τα κοριτσια, ομως φυσικα δεν θα μπορουσα να μαθω κατι. Πηγαιναμε λοιπον παλι σπιτι του μπεκρη - και τα κοριτσια αποκοντα, και να η μανα του να ταϊζει τη γκομενα του ανδρα της, και να οι συζητησεις. Φυσικα δεν ηταν χαζη η συγχωρεμενη, ηξερε τι ατομο ηταν ο ανδρας της, αλλα καπως μαζι μας ενιωθε μια σιγουρια -παιδια ειναι σου λεει.
Ενα βραδυ στο μικρολιμανο, ο Γιαννης, ο γιος του μπεκρη, φαινεται θα τα'χε πιει και προς μεγαλη μου εκπληξη τον βλεπω να χαμουρευει την γκομενα του πατερα του. Και οχι απλως τη χαμουρεψε, εκαναν και σχεση μαλιστα. Τολμη και γοητεια, αμε. Φυσικα αυτη τον ειχε στειλει αδιαβαστο το μεθυστακα, ομως εξακολουθουσε να πηγαινει σπιτι του, οπως πηγαιναμε ολοι μαζι, σα παρεα.
Μα φαινεται του μεθυστακα του χε κατσει καπως το γκομενακι, το γουσταρε πολυ. Καψουρης ο μπεκρης. Και το μαθε φυσικα, αρχισε να μας λεει οτι δε θελει ο γιος του να εχει παρε δωσε μ'αυτη την πουτανα. Στο Νικο εκανε μεγαλη εκπληξη που ανακατευεται, εγω ομως ηξερα. Και με πιανει ενα βραδυ και να μου λεει για την πουτανα που εχει παρει τα μυαλα του μικρου και τετοια. Δεν εχω ιδεα ποιον ηθελε να πεισει οτι πιστευει αυτα που λεει.
Το ολοκληρωτικο show εγινε λιγο μετα. Φαινεται ο μπεκρης ειχε φαει τετοια καψουρα που την παρακολουθουσε, και ενα βραδυ ημασταν σπιτι της, θα μας ειδε που μπαιναμε, 3 ζευγαρια, ξημερωματα, και βγαζαμε τα ματια μας. Ξαφνου εμφανιζεται ο μπεκρης, χτυπα το κουδουνι και ζητα να με δει, να κατεβω κατω. Ειχε τα μαυρα του τα χαλια, ηταν σαν πρεζονι. Παραπαταγε, μπερδευε τα λογια του. "Δε ντρεπεσαι ρε", μου λεει. "Εκει ρε καριολη, που πηδας, εγω το'χω πληρωσει το κρεβατι, το ξερεις; Ολα εκει μεσα, εγω τα'χω πληρωσει. Επιπλα, κουρτινες, τηλεοραση, ολα" Και αρχιζει να με σπρωχνει. Αγριεψα. Δεν ειχε σηκωσει ποτε κανεις χερι πανω μου, δεν θα το ανεχομουν απο εναν μεθυστακα ετσι ευκολα, σ'αυτη την ηλικια μαλιστα που το αιμα μου εβραζε. "Τι θελεις ρε |λογοκρισία|", του λεω. "Τι ανακατευεσαι μαζι μας; Εισαι τοσων χρονων μαλακας και ασχολεισαι μαζι μας; Εχεις γυναικα ρε |λογοκρισία|, ο γιος σου ειναι πιτσιρικας και καλα κανει, τι σε νοιαζει σενα;"
Φαινεται ακουσαν τη φασαρια οι αλλοι και κατεβηκε κατω ο Νικος. Ο γιος του συνεχισε να βγαζει τα ματια του. Μας εβρισε λιγο, με φωνη μπερδεμενη, και εφυγε τρεκλιζοντας.
Ετσι οπως ηρθαν τα πραγματα, ειπα στο Νικο τι συνεβη. Ολη την ιστορια, ολη την αληθεια. Ειχα θυμωσει κιολας που σηκωσε χερι πανω μου, ημουν και μικρος. Πηραμε το μηχανακι μου και πηγαμε στη μαρινα Αλιμου, στο φαρο, και συζητουσαμε με το Νικο μεχρι να βγει ο ηλιος.
Την αλλη μερα τα εβλεπα αλλιως. Ο,τι εγινε, εγινε. Αλλωστε με το Γιαννη ημασταν φιλοι, γαμα το ειπα, γαμα ο,τι εγινε χθες, συμβαινουν αυτα (ναι, καλα..). Και σηκωθηκα να παω σπιτι του. Ηδη στο δρομο με το μηχανακι μου σκεφτομουν το φραπε που θα μου φτιαχνε η μανα του, και θα αραζα και θα τα λεγαμε. Φαινεται ομως οτι ο μπεκρης τα αποκαλυψε ολα στη γυναικα του, οντας μεθυσμενος, το προηγουμενο βραδυ. Μπαινω σπιτι, και μ'αρχιζει η μανα του. "Καλα ρε, εσυ ηξερες τοσο καιρο, και δε μιλουσες;" Αρχιζει να κλαει. "Τι σου εκανα; Πες μου, τι; Δε σου φερθηκα σωστα; Ε; Και σε ταϊζα, και ο,τι χαρη ηθελες σου την εκανα. Γιατι φερθηκες ετσι;"
Τι να πω εγω. "Φυγε! Παρε δρομο απ'το σπιτι μου, κωλοπαιδο!". Φευγω. Τι θα μπορουσα να πω αλλωστε; Ο,τι και να ελεγα δεν θα ειχε καμια αξια, ηξερα οτι δεν εφταιγα αλλα τι να ελεγα; Παω λοιπον στα ηλεκτρονικα. Ερχεται ο Γιαννης. Μου λεει, να μιλησουμε. Βγαινω εξω. Μ'αρχιζει και αυτος. "Ηξερες ε; Δε φερθηκες ενταξει. Τι να πω. Ετσι ειναι οι φιλοι; Γαμουσε ο πατερας μου τη δικια μου και δεν ειπες τιποτα;" Ακρα του ταφου σιωπη απο μενα. Εφυγε. Το βραδυ βγαινω με την αδερφη της γκομενας που πηρε πατερα και γιο, και το Νικο. Ερχεται ο Γιαννης με ενα φιλο του, και αρχιζουν τα οργανα. Σιγουρα θα παιζαμε ξυλο. Με το Νικο σε ρολο πυροσβεστη, υπεθετα. Παντως, θα επρεπε να παιξω ξυλο. Δεν ειχα επιλογη. Εφαγα την πρωτη, αλλα μετα σκυλιασα και αρχισα να χτυπαω με καθε δυνατο τροπο, με τα χερια, με τα ποδια, με το κεφαλι, με τα δοντια. Και ο Νικος πηρε το μερος μου. Δεν θυμαμαι πολλα απ'το ξυλικι που επεσε, καθως μετα μεθυσα ασχημα. Φαγαμε πολυ λιγες, ριξαμε πολλες. Στο γυρισμο σπιτι, επεσα κιολας με το μηχανακι. Θυμαμαι οτι με ξυπνησε η μανα μου, με φωνες, τρομοκρατημενη. Ειχα μαυρη μονωτικη ταινια δεμενη στο ενα μου χερι, πανω απο πληγες που μου ειχε κανει η ασφαλτος, κατα την πτωση. Ειχα πολυ αιμα στο λερωμενο μου πουκαμισο που φυσικα φορουσα ακομα, και ειχα κανει εμετο στο κρεβατι και στο πατωμα.

Καπως ετσι περασα το τελευταιο μου καλοκαιρι ως ανηλικος. Γλυκοπικρα. Πολυ σεξ, αλλα και εμπειριες που μαλλον δεν θα χρειαζοταν να ζησω. Στην πορεια η μανα του Γιαννη εμαθα πως πεθανε, οπως ακριβως της ευχοταν η γκομενα του αντρα της που επαιρνε τηλεφωνο. Ο πατερας του Γιαννη ειναι ιδιος, μονο πιο γερος, γερασμενος πιο σωστα. Σε καποια φαση ειχε δουλεψει ταξι, ή ετσι μου ειπαν, αλλα γενικως ποτε δεν σταματησε να τα τρωει στις γυναικες, τα ποτα, τα χαρτια, να πινει απ'το πρωι ως το βραδυ και να τη βγαζει με δανεικα. Ο Γιαννης ειχε πει στο Νικο να μου ζητησει συγγνωμη, να τα βρουμε, αλλα ειχα αρνηθει τοτε καθε επικοινωνια μαζι του. Πρεπει να ειναι καλα παντως, και ελπιζω να ειναι.
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8717
Krusenstern έγραψε:Η ζωή σε 3ο πρόσωπο

Στ’ αυτιά σου ακούς δυνατά το μηχάνημα που μετράει τους παλμούς σου, όπως τα σόναρ στα υποβρύχια. Ή μήπως ακούς τον παλμό να χτυπάει από μέσα σου; Το δεύτερο μάλλον. Και δεν τον ακούς, τον νιώθεις. Κάποιος σου βάζει πεταλούδα σε φλέβα του αριστερού χεριού, κάποιος μια δεύτερη σε αρτηρία του δεξιού. Ο πρώτος συνδέει στην στρόφιγγα μια σύριγγα και πιέζει το έμβολο άτσαλα.

«Πονάει αυτό που κάνεις, ρε |λογοκρισία|», ουρλιάζεις με όλη σου τη δύναμη. Δεν ακούει κανείς, πιθανότατα γιατί δεν έχεις καν μιλήσει, κι ας νομίζεις αλλιώς. Το φάρμακο έχει αρχίσει ήδη να επιδρά, σε κλάσματα δευτερολέπτου. Αμέσως μετά, ένας τρίτος πλησιάζει μια μάσκα στο πρόσωπό σου και σε διατάζει να πάρεις αναπνοές από το στόμα. 1η, 2η… ακούς μια γυναικεία φωνή να λέει «θα χρειαστεί να τον γυρίσουμε στο πλάι», 3η αναπνοή και μετά βυθίζεσαι στο απόλυτο τίποτα.

Είσαι ήδη πεθαμένος ή αγέννητος ακόμα; Δεν έχεις βάρος, κι όμως βουλιάζεις με ασύλληπτη ταχύτητα σε μια μαύρη τρύπα που καταβροχθίζει τα πάντα. Δηλαδή εσένα μόνο, δεν υπάρχει τίποτα άλλο γύρω σου. Κοιτάς, ψάχνεις με αγωνία. Τίποτα. Κάποια στιγμή μέσα στην ατελείωτη πτώση, ο ώμος σου βρίσκει σε κάτι σκληρό. Μετά ξανά και ξανά. Ανακαλύπτεις ότι κάποιος σε σκουντάει και μια άσχημη φωνή προστάζει να ξυπνήσεις. Γύρω σου είναι ένα δωμάτιο παρόμοιο με το προηγούμενο, αλλά όχι εντελώς ίδιο. Το πρώτο που σημειώνεις είναι ένα άσπρο ρολόι τοίχου, οκτάγωνο, από αυτά που παίρνουν ρεύμα δικτύου και ο δευτερολεπτοδείκτης κινείται χωρίς διακοπές. Δείχνει εντεκάμιση. Μέρα ή νύχτα, αδύνατον να πεις. Οι λάμπες αλογόνου σου καίνε τα μάτια και θυμάσαι με καημό τα δύσμοιρα RayBan που φοράς από πάντα. «Ξύπνα, μεγάλε!»

Η όρασή σου έχει καθαρίσει, και βλέπεις πάνω από το κεφάλι σου κάποιους να… περνούν καλά. Τρώνε τοστ, πίνουν καφέ, μιλάνε και γελάνε δυνατά. Κάθε τόσο, σου δίνουν και μια να ξυπνήσεις. «Ξύπνιος είμαι, ρε ζώα», προσπαθείς να πεις, αλλά η ομιλία σου έχει ξεμείνει σ’ εκείνη τη μαύρη τρύπα. Εγκαταλείπεις, τα μάτια ξανακλείνουν. Στο τέλος, νιώθεις να σε μεταφέρουν πάλι. Το κρεβάτι αναπηδά στις ανωμαλίες του διαδρόμου. Τις ξέρεις μία μία, ελάχιστους μήνες πριν συνόδευσες κάποιον άλλο σε κώμα σε αυτούς τους διαδρόμους και αναρωτιόσουν αν πονάει την ώρα που η ρόδα του φορείου βρίσκει στους αρμούς του πατώματος.

Το κρεβάτι πλαγιάζει ένα άλλο, που το ξέρεις καλά. Σ’ αυτό κοιμόσουν ως τις επτάμιση το πρωί της ίδιας μέρας, που σε ξύπνησαν για να σε πάρουν. Σε μετακομίζουν και φεύγουν. Είσαι γυμνός, σκεπασμένος με κάτι που έχει πορτοκαλί χρώμα και από διάφορα σημεία του σώματός σου αναχωρούν καλώδια και σωληνάκια. Ωραία τα κατάφερες… ο πόνος, ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ πόνος μόλις ξεκινά, κι ας νόμιζες ότι πονούσες εδώ και μια εβδομάδα που έπαθες το επεισόδιο. Αυτόματο πνευμοθώρακα, το είπαν. Σωστά. Αν ήταν έμφραγμα, όπως λανθασμένα είχες νομίσει, μάλλον δεν θα την είχες γλιτώσει τόσο φθηνά.

Στις μέρες που ακολουθούν το χειρουργείο, ως το εξιτήριο, παρακολουθείς τον εαυτό σου σε τρίτο πρόσωπο. Κάθε λεπτό σε αυτό το κρεβάτι διαρκεί μια αιωνιότητα. Έξω, ο κόσμος ζει, κινείται, πάει στη δουλειά, πάει διακοπές. Τα 60 δευτερόλεπτα τους φαίνονται ένα τίποτα. Εσύ, σε 60 δευτερόλεπτα έχεις προλάβει να κάνεις τόσες σκέψεις που το θολωμένο από τη νάρκωση μυαλό πονάει από την προσπάθεια. Οι μέρες κυλούν κάπως. Μιλάς με το Μάνο, στο απέναντι κρεβάτι. Ετοιμάζεται κι αυτός για χειρουργείο. Δεν σε ακούει καλά, γιατί η ομιλία σου είναι ψίθυρος. Κάνεις πλάκα με τις νοσηλεύτριες. Κυλάει το πράγμα. Οι νύχτες όμως είναι αβάσταχτες. Δεν μπορείς να κοιμηθείς ανάσκελα, ποτέ δεν μπορούσες. Και το έχεις τόσο ανάγκη. Πνίγεσαι. Τα πνευμόνια σου έχουν μέσα φρέσκο αίμα. Ο σωλήνας που σου έχουν καρφωμένο στα πλευρά δεν προλαβαίνει να το βγάλει όλο έξω. Πνίγεσαι. Θέλεις να βήξεις και είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο.

Δυο νύχτες περνούν χωρίς ύπνο. Από το παράθυρο κοιτάς με απελπισία την κορυφογραμμή του Υμηττού, περιμένοντας πώς και πώς να χαράξει το φως. Όλο το 24ωρο βάζουν μέσα σου φάρμακα. Όλες οι φλέβες των χεριών σου έχουν τρύπες με καθετήρες. Βελτιώνεσαι, πάντως. Εκεί που το καταλαβαίνεις, είναι όταν σου επιτρέπουν να πιεις νερό, να φας κάτι νερόβραστο, να πάρεις φάρμακο από το στόμα. Κάθε φλεβοκαθετήρας που φεύγει από πάνω σου είναι μια νίκη. Η πρώτη φορά που σηκώνεσαι, πρωτάθλημα ολόκληρο. Και η μέρα που φεύγεις για το σπίτι, τελικός champions league. Ο έξω κόσμος έχει 40 βαθμούς υπό σκιάν, νέφος, κίνηση και μπλόκα ταξιτζήδων. Κι όμως, είναι υπέροχος._Σ.Λ.
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8719
ililias έγραψε:............
Ο Στέλιος ήταν μεγαλύτερος. Μια μέρα, τότε στην κατοχή, μικρά παιδιά κ τα 2, είχε πάει να δει τον μικρό αδελφό του. Ο άνθρωπος που τον μεγάλωνε έκανε το ιδιότυπο εμπόριο της εποχής, γυρνούσε στα χωριά πουλώντας πραμάτεια, μάλλον σωστότερα ανταλλάσσοντας πραμάτεια με τρόφιμα. Εκείνη την ημέρα τους πήρε μαζί κ τους 2.
Ο Στέλιος ήταν μεγαλύτερος, αλλά και πιο ντροπαλός. Ποιος ξέρει τι σκεπτόταν, καθισμένος κατάχαμα και κοιτάζοντας σαν μαγεμένος έναν μικρό σωρό άσπρες σταφίδες, όσο οι άλλοι διαπραγματεύονταν. Μια γυναίκα τον πρόσεξε, τον παρατήρησε για λίγη ώρα, έπιασε μισή χούφτα σταφίδες κ του τις πρότεινε. Ο Στέλιος έκανε να απλώσει το χέρι του ... και λιποθύμησε...
Τον συνέφεραν σύντομα, του έβαλε η γυναίκα τις σταφιδούλες στην τσέπη κ έφυγαν.
Από τα 3 αδέλφια, ήταν ο μόνος που δεν είχε κρατήσει δεκάρα. Οι άλλοι 2 έκαναν τις επενδύσεις τους, αυτός όχι. Τα έτρωγε όλα όσα έβγαζε, μέχρι δεκάρα.
Τον θυμούνται καθαρά στην πλατεία, άλλωστε δεν πάει κ πολύς καιρός που πέθανε. Σύχναζε εκεί τα απογεύματα, μετά την δουλειά. Έπαιρνε κανα λαχείο (αργότερα έπαιζε κανα «τζόκερ») και κοιτούσε τα παιδιά που έπαιζαν. Όποτε κέρδιζε (και κέρδιζε πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μέρα) φώναζε τα παιδιά που δεν είχαν παπούτσια. «Πάρε εδώ αυτά τα λ7, δώσ’ τα στη μάνα σου να σου πάρει παπούτσια. Αύριο να μου τα δείξεις». Κάποια του τα έδειχναν, κάποια όχι. Δεν τον πείραζε. Όταν, χρόνια μετά, όλα τα παιδιά είχαν πλέον παπούτσια – και όχι μόνον – ο Στέλιος τα κέρναγε ό, τι ήθελαν από το περίπτερο. Ο καλύτερος πελάτης του περιπτέρου. Είχε βαφτίσει κ ένα σωρό παιδιά, όλα τα θυμόταν πάντα, τα περισσότερα τα προίκισε κιόλας. Στο ίδρυμα, εκεί όπου μεγάλωναν ορφανά, έδινε ό, τι του ζητούσαν.
Πέθανε, είπαμε, δίχως περιουσία, αλλά φτωχός δεν ήταν. Είχε την σύνταξή του, για το νοίκι του, το φαγητό του κ καμιά σοκολατίτσα για τα πιτσιρίκια τ’ απόγευμα του έφταναν. Στην κηδεία του όλοι στην ενορία, από τους παπάδες μέχρι τον ... τελετάρχη έμειναν άναυδοι: Μαζεύτηκαν πάνω από 600 άνθρωποι, πολλοί απ’ αυτούς κρατούσαν λαμπάδες. Ο μπάρμπας που είχε το πρακτορείο έλεγε σε όλους ότι ο Στέλιος δεν είχε κερδίσει σχεδόν ποτέ.
Τελικά, η κηδεία σου είναι μια τελετή, για την οποία στέλνεις προσκλήσεις σ’ ολόκληρη την ζωή σου...
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8720
ililias έγραψε:Το καμιόνι με τα τρόφιμα του Γερμανικού στρατού έστριβε στην ανηφόρα. 3 νεαροί πήδηξαν πάνω του, άνοιξαν τα πόδια και άρχισαν με κινήσεις σαν να έσκαβαν στην άμμο να πετάνε ό, τι έβρισκαν στον δρόμο πίσω τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα κ οι Γερμανοί στρατιώτες το κατάλαβαν. Θες άκουσαν θόρυβο, θες είδαν τα πιτσιρίκια που έτρεχαν κ άρπαζαν τα τρόφιμα απ' τον δρόμο, ο συνοδηγός βγήκε στο φτερό με το όπλο στο χέρι. Ο πρώτος νεαρός που πήδηξε απ' το φορτηγό, έφαγε δυο σφαίρες κατάστηθα. Ο δεύτερος πήδηξε απ' την άλλη κ πριν τον δουν οι στρατιώτες έστριψε στη γωνία κ γλίτωσε, ο τρίτος πήδηξε από πίσω. Ο Γερμανός κατέβηκε από το φτερό του φορτηγού, σημάδεψε καλά κ πυροβόλησε τη στιγμή που το παιδί πίστεψε ότι γλίτωσε, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν στρίψει στη γωνία. Του γάζωσε την πλάτη.
Μια 50αριά οικογένειες κορόιδεψαν την πείνα τους εκείνη την ημέρα, 2 έκλαψαν πάνω από τα σώματα των σκοτωμένων παιδιών τους.

Σαλταδόρος, ο. Πως λέμε "μαυραγορίτης"? Ακριβώς το αντίθετο. Αλλά την ιστορία την γράφει ο νικητής. Και στην περίπτωσή μας μάλλον νίκησαν οι μαυραγορίτες: Αυτοί είχαν λ7 στην κατοχή, αυτοί κ μετά, κέρδισαν μάλιστα κ την κοινωνική αποδοχή. Κ το "σαλταδόρος" σήμερα έχει άλλη σημασία. Ρωτήσατε κανα παιδί τι σημαίνει "σαλταδόρος"? Ρωτήστε να δείτε, ξέρει?

Σαλταδόροι, οι. Οι τελευταίοι ήρωες της Ελλάδας, πριν αυτή καταντήσει το Ελ που όλοι γνωρίζουμε.
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8741
Krusenstern έγραψε:Ελ Έι Ντι Έι μέρος 1ον.


Τζιτζιφιές Καλλιθέας, Ιούλιος 1997. Η προπόνηση μόλις έχει τελειώσει, τα σκάφη πλύθηκαν και σκεπάστηκαν, τα βρεγμένα ρούχα μπήκαν στις τσάντες, σάντουιτς και φραπέ στην καφετέρια. Δύο σκάφη, δύο πληρώματα, 4 άτομα.

- Ρε σεις, θα πάμε στο παγκόσμιο?
- ... πού γίνεται φέτος?
- Βόρεια Γαλλία... κάπου κοντά στη Βρέστη νομίζω, στου διαόλου τη μάνα.
- Χμ... λεφτά έχουμε? Αυτοκίνητο? Τρέιλερ για 2 σκάφη? Για προπονητή ούτε λόγος, ότι κάνουμε μόνοι μας.
- Εμάς θα χώσει χρήμα ο όμιλος.
- Εμείς θα ζητιανέψουμε από τους πατεράδες.
- Οκ, με αμάξι και τρέιλερ τι κάνουμε? Τρέιλερ υπάρχει παρατημένο ένα εδώ δίπλα, με ένα σέρβις θα είναι ΟΚ. Αμάξι όμως?
- Πίκρα... ο πατέρας δεν δίνει το Feroza με τίποτα.
- Πίκρα... ο Τσίγκος δεν τραβάει τρέιλερ, αν το σύρουμε με τα χέρια πιο γρήγορα θα φτάσουμε...
- (2 μαζί με μια φωνή) πίκρα, εμείς δεν έχουμε καν δίπλωμα, όχι αυτοκίνητο... αλλά για κάτσε... ρε Βαγγέλη, ο πατέρας σου δεν έχει ένα Niva που πηγαίνει βόλτα το σκύλο?

Με τα πολλά, ο πατέρας του Βαγγέλη το έδωσε το Niva. Το τρέιλερ πήγε στο μάστορα, μπήκαν φρέσκα ζαντολάστιχα, ρουλεμάν, γρασάρισμα στη μπίλια, βάψιμο τα σάπια, έγινε κουκλι. Πάμε να δούμε το Ελ Έι Ντι Έι τώρα...

Ωραίο είναι ρε σεις, κόκκινο! Χμ... από το εσωτερικό λείπουν κομμάτια ολόκληρα, τα έχει φάει ο σκύλος! Ντάξει, ροτβάιλερ είναι ρε, δαγκώνει λιγάκι, δεν θα κολλήσουμε σ'αυτό. Μηχανικά τι λέει το 'ργαλείο? Κάτσε να δούμε... 70 καυτά αλόγατα, χίλια εξακόσια καρμπυρατεράτα λέμε, μόνιμη 4κίνηση, κοντές σχέσεις, κοτσαδόρος οκ... Πάμε και στα άσχημα ρε Βάγγο?

- Νταξ' παίδες, το αμάξι δεν φρενάρει, καίει και διάφορα πραγματάκια κατά καιρούς, μίζες, φανάρια κλπ, θα το πάμε στο Θανάση το μάστορα να το κάνει τζάμι.

Το ΕλΕιΝτιΕι πήγε στο μάστορα, βγήκε τζάμι. Φρένα, ηλεκτρικά, λάδια, ξίδια, φίλτρα...

- Πότε ξεκινάμε ρε?
- Κάτσε να δούμε... 17-24 Αυγούστου το πρωτάθλημα, ξεκινάμε 12 πρωί από Πειραιά, απόγευμα στις 17:00 παίρνουμε το αργό του Στρίντζη για Ανκόνα μιας και δε μας περισσεύουν για Superfast, την άλλη μέρα το βράδυ πατάμε Ιταλία, ε, είναι άλλα 2200 μέχρι το Courseulles-sur-mer που γίνεται ο αγώνας, βάλε 2 24ωρα μιας και είμαστε 2/4 που οδηγούμε, φτάνουμε ανήμερα της Παναγίας βράδυ, έχουμε και 2 μέρες να στήσουμε τα σκάφη και να μπούμε καμιά προπόνηση να δούμε τα νερά...

12 του μήνα, πρωί, αναχώρηση για Πάτρα... κοτσάρουμε το διώροφο τρέιλερ-θηρίο ΧΩΡΙΣ φρένα του ενός τόνου στο Λάντα, τσεκάρουμε τα φώτα, τα δεσίματα στα σκάφη, μπαίνουμε 4 άτομα μέσα, οι αποσκευές μας και ένα τάπερ με τυρόπιτα, και με τα "Προσεκτικά" των πατεράδων, τα "Ωχ Παναγία μου θα με φάει η αγωνία" των μανάδων και το "Προσοχή στο δυναμό, δεν σταματάει να φορτίζει, αν ανέβει πολύ το βολτόμετρο ανάψτε ΟΤΙ ηλεκτρικό έχει το αυτοκίνητο" ( :lol: ) του Θανάση του μάστορα, ξεκινάμε για Πάτρα... Ρεζερβουάρ γεμάτο, λεφτά οριακά, μέσος όρος ηλικίας 4 ατόμων 18 και κάτι ψιλά...

Χαλαρή διαδρομή, 1η, 2α, 3η το Λάντα ΟΚ, στην 4η ζορίζεται λίγο στις ανηφόρες, 5η δεν έχει καν, αλλά μια χαρά, όλα βαίνουν καλώς. Καφεδάκι στο Κιάτο, marlboro μαλακό και BF κόκκινο όλα αναμμένα από τον ίδιο Zippo, χωρίς άγχος μη μας πάρει κάνα μάτι, να σου και η Πάτρα κάποια στιγμή.

- Πόσο κάναμε ρε?
- 3 ώρες και κάτι...
- ... νταξ', μια χαρά είναι...

Φουλάρουμε φθηνή και αμφιβόλου ποιότητος ελληνική βενζίνη μόλις τελειώνει η Εθνική στην Πάτρα, εισπράττουμε μια τρομάρα και μερικές μούντζες στην παρατεταμένη αριστερή που σε βγάζει στο λιμάνι, γιατί την πήραμε με πολλά (50) και άρχισε να ψαρεύει το κτήνος από πίσω, γέλια, φτάνουμε στο λιμάνι. Τσεκάρισμα τα εισιτήρια και βουρ για το Ionian Island, το μεγάλο μπλε βαπόρι που πλέον δείχνει μικρό, άσχημο και αρχαίο μπροστά στα κόκκινα ταχύτατα Superfast, δέσιμο το αυτοκίνητο και το τρέιλερ στο γκαράζ, καμπίνα μικρή και χωρίς παράθυρο, ποιος δίνει λεφτά για θέα άλλωστε...

Πίτα στον κόσμο το βαπόρι. Νταλικιέρηδες με ιστορίες πιο μεγάλες από το όχημά τους, μερικοί καμμένοι από τα κουλοχέρια στο καζίνο που παίζουν και χάνουν μέχρι και τα λεφτά για τα πετρέλαια, εύπορες οικογένειες με S/W που πάνε διακοπές στην Ευρώπη, γκρουπ με τουρίστες, πιτσιρίκια, η Σάρα, η Μάρα και παραδίπλα το κακό συναπάντημα, όλοι οι καλοί και οι κακοί μέσα στα ~150 μέτρα μήκους του μπλε made in japan καραβιού.

Το βράδυ, λίγο πριν πιάσουμε Ηγουμενίτσα, ανοίγει και η ντίσκο, ε, δεν θα πάμε μια βόλτα? Φλας μπακ ίσαμε 1,5 δεκαετία πίσω... πολυθρόνες, σκαμπό, πίστα με ντισκομπάλα αλλά και ζειμπέκικο, ουίσκι χωρίς μπίλια στο λαιμό του μπουκαλιού, μερίδες καλά υπολογισμένες από τον μπαρμαν για να βγάζει και το κατιτίς του, θέα στο απόνερο της πρύμης.

Την άλλη μέρα, καραβίσια μακαρονάδα, στην έβαζε στο πιάτο ένας απίστευτος τύπος στο σελφ-σέρβις ρέστοραν, παχουλός και ψηλός, με στρογγυλό πρόσωπο, χαμόγελο πιο μεγάλο από του Τζόκερ και σιδεράκια και στις δύο γνάθους... τον βγάλαμε "Αστραπόγιαννο", ειρωνευόμενοι την συμπαθητικά χαζή φυσιογνωμία του...

Ήμασταν από τους λίγους που έφαγαν. Η Αδριατική είχε κατεβάσει μποφώρια, σπάνιο πράγμα, αλλά όποτε συμβαίνει του δίνει και καταλαβαίνει...

Δένουμε Ανκόνα. Όλοι μέσα στο Λάντα, ο χάρτης και το σημειωματάριο με τα σημεία που έπρεπε να αλλάξουμε Autostrada στο χέρι και βουρ για Bologna και Bolzano, στα αυστριακά σύνορα. Κάνουμε την Ιταλία μια χαψιά, χωρίς απρόοπτα, με την αστρονομική ταχύτητα των ~70-80 άντε 90 χαω, στάσεις για εσπρεσσάκι και πίτσα προσούτο με το κομμάτι στα Autogrill, "ρε σεις, εδώ είναι Ευρώπη, κοίτα δρόμους, κοίτα ταμπέλες, ω ρε πούστη μια Φερράρι!", πέρναγε η ώρα, πέρναγαν τα χιλιόμετρα.

Σύνορα αυστρίας. Τσεκάρισμα διαβατήρια.

- Τι κουβαλάτε (μα ειναι αγγλικά αυτά που μιλάς ρε μάστορα???)
- Σκάφη, εθνική ομάδα, πάμε για αγώνες.
- Γιαβόλ
- Γκουντμπάι

Κάνουμε και συνάλλαγμα γιατί η βενζίνη τελειώνει και στην Αυστρία έχει ακόμη διόδια, hit the road again, πέφτει το μάτι μου στο βολτομετρο, 15V an climbing... ανάβω ό,τι έχω... φώτα, προβολείς, αλάρμ, καλοριφέρ, αναπτήρα μερικές φορές, πέφτει κάπως, βενζινάδικο. Όση ώρα βάζαμε βενζίνη, μόνο μηχανή σβήσαμε... φώτα κλπ, όλα ανοιχτά.

Κανεις δεν παρατήρησε ότι μαζί μας είχε μπει περιπολικό στο βενζινάδικο. Αφού φουλάρουμε, μας την πέφτουν. 2 άντρες, μια γυναίκα, στολές και ρόπαλα. Μας ακολουθούσαν από τα σύνορα... Άδειασαν όλο το Λάντα ψάχνοντας για ναρκωτικά, ευτυχώς δεν ξεφόρτωσαν και τα σκάφη... αφού δεν βρήκαν τίποτα, κάνανε κατάσχεση στην κούτα με τα BF, αφού δεν είχαν ξαναδεί τέτοια τσιγάρα και τα θεώρησαν επικίνδυνα... :lol:

- Ευχαριστούμε, καληνύχτα κύριοι (καλά, τα αγγλικά τους είναι yatabaza έτσι???)
- Στο διάολο μαλάκες, άντε να ξαναφορτώσουμε το Λάντα τώρα... (τα δικά μας ελληνικά, ΑΠΤΑΙΣΤΑ όμως! :lol: )

Μ'αυτά και μ'αυτά, πάει και η Αυστρία, μια σταλίτσα χώρα είναι διασχίζοντάς την από Νότο προς Βορρά, πάμε Γερμανία... εδώ, ΧΛΙΔΗ. Πελώριοι δρόμοι, ΚΑΘΟΛΟΥ διόδια, ωραία πράγματα. Την κόβουμε στη μέση, φουλ για Γαλλία. Στάσεις για αλλαγή οδηγού, βενζίνη, τυροπιτούλα από το τάπερ, ατελείωτες ευθείες, απίστευτα αργό το Λάντα, τα χιλιόμετρα δεν φεύγουν με τίποτα... Κάπου προς τα σύνορα Γερμανίας-Λουξεμβούργου-Γαλλίας, ανακαλύπτουμε ότι η συντομότερη διαδρομή ήταν από Ιταλία --> Γαλλία μέσω Γένοβας και Ventimiglia, πέφτουν μερικά καντήλια αλλά ειναι πολύ αργά να γυρίσουμε πίσω...

Γαλλία: οι άνθρωποι ειναι λίγο παλαβοί έτσι? Τρέχουν άσχημα στο δρόμο. Σφήνες ακόμα και στις autoroute, διόδια κάθε τρεις και λίγο και άντε να ξαναπάρει φόρα το Λάντα μετά... το κέρατό μου, ΠΟΤΕ δεν θα φτάσουμε... περνώντας αρκετά έξω από το Παρίσι, βρέχει με μανία. Μποτιλιάρισμα στην εθνική για ώρες, νεύρα τσατάλια, θερμοκρασίες το Λάντα σταμάτα-ξεκίνα, κάτι ακούγεται άσχημα στο πίσω διαφορικό... Το καταπίνουμε κι αυτό, φουλ για Βρέστη και μετά Courseulles.

Περίπου 100 χιλιόμετρα πριν τη Βρέστη και 150 πριν τον προορισμό, ο θόρυβος στο πίσω διαφορικό έχει αυξηθεί αισθητά, ΜΠΟΥΜ, και αμέσως μετά ήχος μετάλλου να σέρνεται στην άσφαλτο. Στο πρώτο πάρκιν, στάση. Ο άξονας που πάει την κίνηση πίσω, σέρνεται στο δρόμο... Πέφτουν καντήλια για το Θανάση το μηχανικό και την οικογένειά του αλλά δε μασάμε... "4κίνητο δεν είναι το Λάντα ρε? Ναι. Ε, οκ, θα πάμε μόνο με τη μπροστά κίνηση, είναι λίγα τα χιλιόμετρα..." Για 150 χμ. ακόμη λοιπόν, μας συντροφεύει ο ανατριχιαστικός ήχος του άξονα στην άσφαλτο...

Άφιξη νύχτα στο Courseulles.....


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8742
Krusenstern έγραψε:Ελ Έι Ντι Έι μέρος 2ον.

24 Αυγούστου, 9 μέρες αργότερα... τα πρόσωπα άσχημα καμμένα από τον ήλιο, σκεπάζουν την ώχρα και την αδυναμία που θα είχαν σε κάποια άλλη εποχή του χρόνου... λογικό άλλωστε αυτό το τελευταίο, όταν τρως επι 9 ημέρες συνεχόμενα στα McDonald's, αφού είναι το μόνο φαγητό -ο θεός να το κάνει- που αντέχει η τσέπη σου...

"Κομμένος σταυρός στο διαφορικό", αυτό είχε πει ο μηχανικός που είδε το Λάντα το πρωί της 16ης του μήνα... Πόσο θα πάει μάστορα? Τόσο, και θα κάνει και 2-3 μέρες, και θέλω και το χρήμα μπροστά. Μάιστα, πάρτο... Πάει ένα μεγάλο μέρος του budget... Ευτυχώς δεν έχουν δεκαπενταύγουστο οι Γάλλοι.

"Σπίτι κοντά στον όμιλο δεν έχουμε να νοικιάσετε, λόγω έκθεσης στην περιοχή, υπάρχει ΜΟΝΟ ένα πολύ ωραίο, το έχει μια γιαγιά και προσφέρει φουλ-πανσιόν, είναι... μόνο 100 χμ μακριά, το θέλετε?", είπε η μελαχρινούλα εκεί που μας έστειλαν να βρούμε σπίτι... Κομμάτια να γίνει, το θέλουμε....

Το σπίτι, βγαλμένο από τα παραμύθια... διώροφο, κεραμίδια, κήπος, λουλούδια, δέντρα, εσωτερικό πανέμορφα διακοσμημένο από τη γιαγιά, πρωινό με μπαγκέτα ζεστή, κρουασάν και ότι μαρμελάδα φαντάζεται ο άνθρωπος, άνοιξε η ψυχή μας... όπως ήταν φυσικό, μας τον έπιασε... τα λεφτά μπροστά εννοείται ΚΑΙ αυτή + 2 μέρες νοικιασμένο αυτοκίνητο + 200 χμ. την ημέρα πηγαινέλα στον όμιλο, φύγανε τα λεφτά μάγκες, στη Γαλλία για πάντα θα μείνουμε να πλένουμε πιάτα και να σφουγγαρίζουμε καμπινέδες... "Χέστηκα ρε, ήρθα να τρέξω παγκόσμιο, και παγκόσμιο θα τρέξω!"

Το τρέξαμε και το παγκόσμιο, απόδοση μέτρια -21οι ανάμεσα σε 110 σκάφη- και η μέρα είναι πλέον 25 του μήνα. "Τι λέτε ρε σεις, θα τα καταφέρουμε να φτάσουμε Ελλάδα?"

Κανείς δεν ήξερε να πει. Ο στόχος μας, ο αγώνας, είχε τελειώσει, το μόνο που έμενε ήταν η σκληρή πραγματικότητα του ταξιδιού της επιστροφής. Τα λεφτά, τσίμα τσίμα. Ίσα ίσα για βενζίνη/διόδια ως την Ανκόνα, από τον σύντομο δρόμο αυτή τη φορά. Τσιγάρο κι αυτό με οικονομία, Gauloises Brunes, αυτά στο γαλάζιο μαλακό πακέτο με το κοντό φιλτράκι και τον σκούρο καπνό, τα BF τα καπνίζει κάποιος μπάτσος στην Αυστρία τώρα..... Για φαγητό γιοκ. "Δε γαμιέται, θα πεινάσουμε, θα φτάσουμε όμως". Έπεσε και το σχετικό τηλέφωνο στην Αθήνα "Να περιμένει κάποιος στην Πάτρα με λεφτά, σπιτικό φαΐ και εφεδρικό αυτοκίνητο με κοτσαδόρο" και έτοιμοι να hit the road και πάλι. Το Λάντα είχε φτιαχτεί -ή έτσι νομίζαμε- , τα σκάφη είχαν φορτωθεί ξανά, κοτσάρισμα, δεσίματα, φώτα, κλασική πλέον η διαδικασία, φύγαμε!

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΜΕΡΟΣ 3ο ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ...
Άβαταρ μέλους
By Chris
#8743
Krusenstern έγραψε:Ελ Έι Ντι Έι μέρος 3ο και τελευταίο.

... υπήρχε μια διάχυτη χαρά στην παρέα. Κουτσά στραβά, την είχαμε βγάλει ως εδώ, δεν μπορεί, θα την βγάζαμε και μέχρι την Ελλάδα, λίγες μέρες βάσανο έμειναν. Στριμωγμένοι στο Λάντα, γελούσαμε με την ψυχή μας, αλλά είμαι σίγουρος ότι όλοι σκέφτονταν ποια θα είναι η επόμενη στραβή που θα μας κάτσει... δε μπορεί, αφού σκεφτόμουν εγώ έτσι, θα σκέφτονταν κι οι άλλοι. Όπως και να 'χει δεν μας πήγε το ταξίδι από την αρχή, και άμα στραβώσει από την αρχή πάει στραβά ως το τέλος.

Το Ελ Έι πήγαινε καλά. Πώς νιώθεις όταν αλλάζεις λάδια-φίλτρα στο αμάξι σου ότι πετάει μετά? (σκατά πετάει, αλλά τέλοσπάντων...) Του πούστη, ολόκληρο σταυρό στο διαφορικό αλλάξαμε, νομίζαμε ότι πιάσαμε τον παπά από τ' @@δια... (λογικό. Τόσο που μας τον έπιασαν, νομίσαμε ότι είχαμε αλλάξει κάτι σημαντικό.... στην Ελλάδα με τόσα θα είχαμε αλλάξει μοτέρ... ή μάλλον, τι μοτέρ? Λάντα ολόκληρο θα είχαμε αλλάξει :lol: ). Αισιόδοξοι ήμασταν. Κατηφορίζαμε την Ευρώπη, η διαδρομή έφευγε πιο γρήγορα από πριν, λες και από Βορρά προς Νότο είναι όντως κατηφόρα. Παλεύοντας να ρυθμίσω το μεσαίο καθρέφτη να δείχνει το τρέιλερ που έτριζε ανησυχητικά, μου ξαναέμεινε στο χέρι (τρίτη ή τέταρτη φορά που ξηλώνεται ρε Βάγγο?). Στα διάλα... τον πετάω από το δεξί παράθυρο... ούτε οι καθρέφτες δε δουλεύουν σωστά στο χρέπι ρε σεις, δεν μας θέλει με τίποτα (γέεεεεελια :lol: ). Γελούσαμε, τόσο βόδια ήμασταν. Καλά ήταν... αφού είχαμε τσιγάρα, θα την βγάζαμε. Τσιγάρα... τα Gauloises Brunes στο γαλάζιο πακέτο έφευγαν επικίνδυνα γρήγορα... ο Μήτσος κάνει μαγική κίνηση: βγάζει από κάπου ένα πακέτο Holborn μπλε.

- Πού το είχες αυτό κρυμμένο ρε καθίκι?
- Το είχα μήπως ξεμείνω ρε, να που χρειάζεται!

Αν είχε ακόμα καθρέφτη το Ελ Έι, ήξερα ότι θα έβλεπα το πονηρό χαμόγελο του Μήτσου, ΤΟΣΟ σίγουρος ήμουν ότι είχε σκαρώσει |λογοκρισία|. Το πακέτο αυτό με τον καπνό το είχα δει μισοάδειο αρκετές μέρες πριν, δε μπορεί... Στρίβει ένα ο Μήτσος, το δίνει του Βάγγου, του δίνει και το Zippo (εκείνο το μοναδικό που ανάβαμε όλοι). Τώρα πια έχω σιγουρευτεί ότι ο Μήτσος έχει σχέδιο. Ανάβει ο Βάγγος, τραβάει κάτω, γίνεται μπλε το παλικάρι... βήχει, φτύνει, πνίγεται, βρίζει... "Είναι εντελώς ξερό ρε |λογοκρισία|, άχυρο σκέτο!" Πού να 'ξερε ο έρημος... ο Μήτσος, μέσα σε όλη την καζούρα που έτρωγε γενικώς, είχε ετοιμάσει εκδίκηση. Σε ένα μπαλκόνι στο σπίτι της γριάς, πίσω εκεί που μέναμε, είχε ένα ξεραμένο φυτό, ένας θεός (κι η γριά) ξέρει τι σκατά φυτό ήταν... Το έπιασε ο καλός σου ο Μητσάκος, το έτριψε, το έριξε στον καπνό, και μας ετοίμασε να καπνίσουμε :ysterical:

- Σίγουρα πάμε από τη σύντομη διαδρομή ρε?

Είχα αφήσει το τιμόνι στον άλλο Βαγγέλη, έκανα τον πλοηγό. Σιγουρεύτηκα ότι πάμε καλά. Όλη τη Γαλλία κάτω, τούνελ του Φρέζους που περνάει μέσα από τις Άλπεις και μετά αρχίζει να μυρίζει Μεσόγειος. Οι Γάλλοι, τα 'παμε: είναι παλαβοί οι άνθρωποι, πώς οδηγάνε έτσι! Δεν μείνανε πολλά χιλιόμετρα μέχρι Φρέζους πάντως, καλά πάμε... Σε μια κατηφόρα, βγαίνει μεσαία λωρίδα ο Βαγγέλης να προσπεράσει μια νταλίκα. Παίρνει φόρα το Λάντα, ξεπερνάει τα 90, φτάνει παράλλαξη με τη νταλίκα, και εκεί που σε βαράει το ωστικό κύμα του αέρα που "κόβει" το θηρίο, εκεί τελειώνει και η κατηφόρα... στο ίσιωμα, σκούρα τα πράματα.

- Εμ, όσο πήγαινες |λογοκρισία| πίσω του, σου έκοβε τον αέρα, μια χαρά πηγαίναμε. Αλλά έπρεπε να τον περάσεις!

- Και ΘΑ τον περάσω το μπούστη!

Το Λάντα, μούρη με μούρη με τη νταλίκα, κέρδιζε πόντο με τον πόντο, κάρφωσε και 3η ο Βαγγέλης, πάει θα κάψει όλη τη βενζίνη και θα σφουγγαρίζουμε καμπινέδες για να φουλάρουμε... Να μην τα πολυλογώ, πόντο πόντο τον πέρασε, μπήκε ξυστά μπροστά του τόσο που τα φώτα του τρέιλερ πρέπει να έξυσαν προφυλακτήρα... Κόρνες και φώτα ο νταλικέρης, νικητής και περήφανος ο Βαγγέλης ανοίγει παράθυρο, σηκώνει κωλοδάχτυλο και ετοιμάζεται να κορνάρει σε απάντηση. Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που έκανε το χέρι του να ταξιδέψει από το λεβιέ (με την ακόμα καρφωμένη τρίτη στον κόφτη) μέχρι τη στεφάνη του τιμονιού, ώστε να πατήσει κόρνα, και ενώ τον παρατηρούσα χαμογελώντας με το ΠΟΣΟ κάφροι είμαστε, πέφτει το μάτι μου στο βολτόμετρο...

Εκτός από κάφροι, είμαστε και ΤΟΣΟ ηλίθιοι που πηγαίναμε για ώρες με τα φώτα σβηστά, παρά τα παρακάλια του Θανάση (του μάστορα που το είχε φτιάξει στην Ελλάδα ντε!). Επιπλέον, με 3η τόση ώρα στον κόφτη, το πράμα είχε φορτίσει ΤΟΣΟ πολύ την μπαταρία που το βολτόμετρο είχε τερματίσει και η βελόνα παρακάλαγε ν' ανέβει κι άλλο. Φυσικά, πριν προλάβω να πω "Ο Χριστός κι η Παναγία, θα καούμε ζωντανοί", το χέρι του Βαγγέλη έχει φτάσει στην κόρνα με σκοπό να την πατήσει περιπαικτικά. Και... την πάτησε... η κόρνα έβγαλε ένα στριγγό ήχο, αμέσως μετά σταμάτησε, και από τις δυο οριζόντιες ακτίνες του τιμονιού του Λάντα άρχισαν να βγαίνουν μπλέ σπίθες και καπνοί :ysterical: Χέζεται πάνω του ο Βαγγέλης, πώς δε γίναμε ένα με τη νταλίκα με το φρένο και την τιμονιά που πάτησε στον πανικό του, μας περνάει κι η νταλίκα κορνάροντας... με τα πολλά σταματάμε χεσμένοι εντελώς στη ΛΕΑ, το τιμόνι να βγάζει ακόμα λίγο καπνό και να λέμε ευτυχώς που δεν καήκαμε... το πούστικο το Λάντα, δεν ήξερε να κάψει ασφάλεια, άθικτη ήταν. Κάηκε η κόρνα μαζί με όλα της τα καλώδια...

Όπως και να 'χει, θα φτάσουμε ρε, και χωρίς κόρνα. Αφού τελικά βάλαμε τα γέλια με τη |λογοκρισία| που μας δέρνει, καβαλάω πάλι το τιμόνι και παίρνουμε φόρα για Φρέζους. Τα πράματα είχαν σκουρύνει αρκετά πάντως. Τώρα, δεν μπορούσαμε με τίποτα να ανάψουμε κάτι που να καίει ρεύμα για να αποφορτίσει τη μπαταρία, από φόβο μην καεί κι αυτό. Αν καίγαμε φώτα, πώς σκατά θα περνούσαμε το τούνελ? Με το βολτόμετρο στο θεό λοιπόν, την ταυτότητα στο στόμα κι όπου βγει... Φρέζους παίδες!!! 17 ΟΛΟΚΛΗΡΑ χιλιόμετρα τούνελ, και νομίζαμε ότι του Αρτεμισίου ήταν μεγάλο... Μπουκάρουμε μέσα, φώτα σβηστά στην αρχή για δοκιμή, ε, στα πρώτα κορναρίσματα από απέναντι, τι να κάνω, τα ανάβω. Φώτισαν για μερικά δευτερόλεπτα σαν τους προβολείς του ΟΑΚΑ μετά ακούσαμε κάνα δυο μπαμ-μπουμ, σκάγανε ένα ένα σα δυναμιτάκια... "Δε σταματάω με τίποτα εδώ μέσα παίδες, αγριεύομαι με τον μεγαλύτερο βράχο της Ευρώπης πάνω από το κεφάλι μου". Μετά από κάνα πεντάλεπτο, από τον αριστερό καθρέφτη βλέπω σούσουρο στα φώτα πίσω μου, ακούω και τη σειρήνα και θυμάμαι το ανέκδοτο με τον τύπο στη ζούγκλα που τον κυνηγάνε οι αραπάδες και ακούει φωνή Θεού: "Τέκνο μου, ΤΩΡΑ την πούτσισες!" :lol:

Τα περιπολικά ήταν δύο. Το ένα μας προσπέρασε, το άλλο έκατσε από πίσω. Φάροι, σειρήνες αναμμένα όλα. Μας έβγαλαν με ασφάλεια από το τούνελ, και φυσικά στην έξοδο μας σταμάτησαν για να μας ράψουν το κοστούμι... Ήταν η πολλοστή φορά που ευλόγησα τα γαλλικά που με μάθανε μικρό... Έπεσα σε χειρότερο επίπεδο ξεφτίλας παρακαλώντας στα γαλλικά τους μπατσους να με λυπηθούν, από ότι θα μπορούσα ποτέ να πέσω μιλώντας την μητρική μου :ysterical: Τι τα θες... λίγο το Λάντα σαν αυτοκίνητο από μόνο του, λίγο η ταλαιπωρημένη όψη 4 πιτσιρικάδων στη μέση του πουθενά, και ΠΟΛΥ τα μαυρισμένα κρύσταλλα από τα φώτα που είχαν εκραγεί, μας άφησαν και φύγαμε...

- Μαλάκες, δεν ξέρω αν σας το ειπα ήδη, αλλά δεν θα φτάσουμε ΠΟΤΕ, να το ξέρετε!

Άλπεις... το πράμα έχει γίνει πλέον πολύ σοβαρό. Το ΜΟΝΟ γ@μ$#@ένο εξάρτημα που δουλεύει στο Ελ Έι, είναι το $#%@%$@ δυναμό που φορτίζει την #$%@$%#@#%$@ μπαταρία... Απελπιστική η κατάσταση. Δεν έχουμε φώτα, έχει πάρει να σουρουπώνει, αρχίζει να ψιλοβρέχει και ποιος ανάβει καθαριστήρες τώρα, και επιπλέον πρέπει να μπούμε και για βενζίνη... ΟΚ, στάση στο πρώτο βενζινάδικο και βλέπουμε. Ο βενζινάς ήταν κάθετος: "Αν δεν σβήσετε, βενζίνη ΔΕΝ έχει!"

- Μα ΓΤΧΣ, αν σβήσω, θα καεί η μίζα μετά, καπούτ, κατάλαβες |λογοκρισία|???

Ο "|λογοκρισία|" δεν κατάλαβε... Γαμώ την ευρώπη μου, σβήνω, φουλάρουμε. Τι το 'θελα... Η μίζα, στην πρώτη υπόνοια γυρίσματος του κλειδιού, όπως ήταν φυσικό κάηκε... Μέσα στα γαμωσταυρίδια, συνειδητοποιώ ότι έχουμε σταματήσει και σε ελαφριά ανηφόρα. Βάζω τα γέλια από τα νεύρα μου, παίρνοντας χαμπάρι ότι δεν υπήρχε περίπτωση να βάλουμε μπρος το πράμα σπρώχνοντας, όχι 3 άτομα (1 στο τιμόνι), αλλά ούτε όλοι οι πελάτες του βενζινάδικου μαζί... Να ξεκοτσάρουμε το τρέιλερ ούτε λόγος, θα έπαιρνε φόρα και άντε σταμάτα το. Του Βάγγου του κατεβαίνει ιδέα: "Ρε, θα το βάλουμε σπρώχνοντας με την όπισθεν!"

- Ναι καλά |λογοκρισία|, έλα πάρε το τιμόνι και κόψε το λαιμό σου!

Το παίρνει το τιμόνι ο Βάγγος, βάζει όπισθεν, σπρώχνουμε ελαφρά το θηρίο, το παίρνει η κατηφόρα προς τα πίσω, αφήνει συμπλέκτη ο Βάγγος, παίρνει μπρος το πράμα, πατάει ξανά συμπλέκτη ο Βάγγος, του φεύγει και μια τιμονιά, διπλώνει το τρέιλερ πίσω, φρένα, καπνός, πανικός, τελικά σταματάει διπλωμένος, με τον προφυλακτήρα να έχει ανέβει στο λαιμό του τρέιλερ και το Λάντα να στέκεται στις 2 αριστερές ρόδες, ανεβασμένο στο ίδιο το τρέιλερ που ρυμουλκούσε ως τώρα, ΑΝΑΜΜΕΝΟ όμως! :yahoo: :lol:

To βλήμα έχει κατέβει κάτω και πανηγυρίζει, ενώ όλο το βενζινάδικο μας κοιτάει σαν εξωγήινους (ναι, άδικο είχαν :ysterical: ). "Θα σπάσει ο κοτσαδόρος ρε!!!" Μπουκάρω μέσα, βάζω κοντές, βάζω πρώτη, ανάποδα τιμόνι και το ξεκολλάω... Πάει κι αυτό... Η κατάσταση είναι ακόμα πιο απελπιστική τώρα πια. Πάμε το Λάντα στο πάρκιν του βενζινάδικου που ήταν επίπεδο το έδαφος, σβήνουμε, δένουμε και κάνουμε συμβούλιο. Ταξίδι μόνο μέρα πλέον από δω και πέρα, προλαβαίνουμε ακόμη το καράβι οριακά. Τα λεφτά για βενζίνη θα ψιλοφτάσουν και θα μείνουν και κάτι ψιλά. Με τσιγάρα είμαστε ακόμη ΟΚ, αλλά έχουμε σοβαρό πρόβλημα με το αμάξι και ένα ΑΚΟΜΗ σοβαρότερο: έχει πέσει πείνα, που με τις στραβές την είχαμε ξεχάσει. Λεφτά για φαΐ, ΓΙΟΚ. Αποφασίζουμε τα ψιλά που περισσεύουν να τα κάνουμε... μπίρες (φαΐ είναι κι η μπίρα), και να παλέψουμε με... την τυρόπιτα που έχει ξεμείνει στο τάπερ που κουβαλάμε από την Αθήνα. Η απόλυτη παρακμή... με σουγιά Victorinox αφαιρούμε τη μούχλα που έχει κυριεύσει την τυρόπιτα τόσες μέρες, και τρώμε το υπόλοιπο. Το χειρότερο??? Το βενζινάδικό έχει ΜΟΝΟ μπίρες Tourtel, αυτή τη |λογοκρισία| χωρίς αλκοόλ που δεν πίνεται με τίποτα... Τι να γίνει, τις πίνουμε, στανιάρουμε λιγάκι, και με τα τελευταία ψιλά τηλέφωνο στον πατέρα του Βάγγου στην Αθήνα, να εξηγήσουμε την κατάσταση. Αφού κλείνει το τηλ. ο Βάγγος, έρχεται κοντά εκεί που οι υπόλοιποι 3 κλαίγαμε τη μοίρα μας καπνίζοντας, και ρίχνει ατάκα:

- Ο Θανάσης ο μάστορας, από σήμερα πρέπει να θεωρείται νεκρός άνθρωπος. Είπα του πατέρα μου τι έχει πάθει το αμάξι, θα τον σκοτώσει σίγουρα.

Δεν θυμάμαι αν σας είπα ότι ο πατέρας του Βάγγου είναι λίγο scary τύπος, άνθρωπος της πιάτσας, οξύθυμος και δέρνει άσχημα, με προτίμηση σε ταξιτζήδες, λεωφορειατζήδες και νταλικιέρηδες. Από δω και πέρα, ΚΑΙ σε μηχανικούς Λάντα :ysterical:

Τέλοσπάντων, το βράδυ πέρασε με ύπνο σε δίωρες βάρδιες ανά ζεύγη μέσα στο Ελ Έι, γιατί φυσικά δεν μας χωρούσε και τους 4 με τίποτα. Στις ξύπνιες ώρες μου, γνωρίσαμε με το Μήτσο μερικούς πολύ ενδιαφέροντες τύπους μέσα στο βενζινάδικο, από μπατίρηδες που περιφέρονταν με ότο-στοπ όπου τους έβγαζε η άκρη (ένας μάλιστα ήταν Έλληνας!), μέχρι τελειωμένους από το αλκοόλ νταλικιέρηδες, τζάνκια, πόρνες των μοτέλ των εθνικών οδών και ότι άλλη μυστήρια φάτσα βάζει ο νους του ανθρώπου.

... το ταξίδι συνεχίστηκε με το ίδιο ρυθμό και τις ίδιες προϋποθέσεις μέχρι την Ανκόνα. Τις ίδιες; Νταξ, όχι ακριβώς, κάπου στη διαδρομή χάσαμε ΚΑΙ τους καθαριστήρες, γιατί δεν θα μπορούσε μέσα σε ΟΛΗ τη γκαντεμιά μας να μην βρέξει τελικά... Με το Βάγγο στο τιμόνι, εμένα πλοηγό, οι πρώτες ψιχάλες εκείνης της βροχής έγιναν τάλιρα, τα τάλιρα εικοσάρικα, και τα εικοσάρικα καρεκλοπόδαρα, ώσπου να αναγκαστούμε να ανάψουμε καθαριστήρες τελικά... Το ρώσικο ηλεκτρικό μοτέρ που τους κινούσε, τα είδε όλα. Γύριζαν με τόση ταχύτητα, ακόμα και στο "αργό", που ο αριστερός έσπασε και έφυγε μακρυά... τους κλείσαμε πριν προλάβει να καεί το μοτέρ και ο Βάγγος συνέχισε να οδηγεί με το κεφάλι έξω από το παράθυρο. Έβαζε κάθε τόσο το ξυρισμένο κεφάλι του μέσα, του σκούπιζα τη μουτσούνα με μια πετσέτα, και μετά έβγαινε πάλι έξω και συνέχιζε... Τόσο γέλιο δεν είχαμε ξαναρίξει ποτέ ως τότε :lol:

Ανκόνα. Ανακούφιση αλλά και αγωνία. Ίσα που το προλαβαίναμε το μπλε καράβι, μιλάμε για υπόθεση λεπτών, και αυτή η κωλόπολη έχει ΜΟΝΙΜΩΣ κίνηση... Τελικά, το προλάβαμε κι αυτό. "Απίστευτο ρε! Θα κάνουμε μπάνιο, θα κοιμηθούμε σε κρεβάτι, το διανοείσαι;;;"

Ευτυχώς, η καμπινα ήταν πληρωμένη αλέ-ρετούρ από την Αθήνα, αλλά...

- Μπάνιο θα κάνουμε ρε, σε κρεβάτι θα κοιμηθούμε, ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΘΑ ΦΑΜΕ ΟΜΩΣ??? Απελπισία μαύρη. Η πείνα μας είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Παίρνω φόρα, τους αφήνω στην καμπίνα και πάω στο σελφ-σέρβις. Ήταν νωρίς, ακόμα δεν είχε ανοίξει. Τα γκαρσόνια έκαναν δουλειές, άλλος σφουγγάριζε, άλλος έφτιαχνε πιάτα. Σε μια γωνιά, τι να δω! Αραχτός, ο Αστραπόγιαννος! Ναι, το γκαρσόνι που κοροιδεύαμε στον πηγαιμό, με τα σιδεράκια, το στρογγυλό πρόσωπο και το χαμόγελο του Τζόκερ.

- Να σου πω λίγο?
- Είμαστε κλειστά ακόμη φίλε. Αλλά... εσύ δεν είσαι.....

Με θυμήθηκε ο άνθρωπος. Λογικό, τον είχαμε πρήξει να μας φουσκώνει τις μερίδες με τα μακαρόνια πριν ελάχιστες εβδομάδες. "Θέλω χάρη" του λέω. Του τα εξηγώ με το νι και με το σίγμα, ότι δεν έχουμε φράγκο και τόσες μέρες έχουμε φάει μόνο μουχλιασμένη τυρόπιτα και μπίρα χωρίς αλκοόλ. Ξηγήθηκε το τυπάκι, να 'ναι καλά... Μου είπε να περάσουμε αφού φάει ο κόσμος και κλείσει το σελφ-σέρβις. Μας έχωσε στην κουζίνα... Βασιλικά φάγαμε, τη μαγαλύτερη μακαρονάδα που έχω φάει στη ζωή μου! :)

.... Πάτρα. Από τους γονείς, ήρθε να μας παραλάβει ο πατέρας του Βαγγέλη. Ταρίφας στο επάγγελμα, μαυριδερός και τριχωτός με καδένες στα χέρια. Έφερε φαΐ, έφερε και αμάξι να σύρουμε το τρέιλερ στην Αθήνα, αφήνοντας το Λάντα πεταμένο κάπου στην Πάτρα. Τι αμάξι έφερε??? Fiat 127 900 κυβικών :yikes:

- Ρε μαλάκες, πώς θα φτάσουμε Αθήνα με το φιατάκι 5 άτομα και με το χάρο κοτσαρισμένο από πίσω? ΠΟΤΕ δεν θα φτάσουμε!

Κοιταχτήκαμε με νόημα και το τρομαγμένο ύφος και των τεσσάρων μας άλλαξε, δίνοντας την θέση του σε πονηρό χαμόγελο. Αυτό το "ΠΟΤΕ δεν θα φτάσουμε", το είχαμε ξαναπεί αρκετές φορές τον τελευταίο καιρό. Κι όμως, φτάσαμε ως εδώ. Σιγά μην κωλώσουμε Πάτρα - Αθήνα! :twisted:

THE END







Σ.Σ. 1: η διαδρομή Πάτρα - Αθήνα με το φιατάκι έγινε ολόκληρη με 2η ταχύτητα και διήρκεσε 6 ώρες.

Σ.Σ. 2: ο Θανάσης ο μηχανικός ΔΕΝ είναι νεκρός, αλλά ένας θεός ξέρει πώς γλίτωσε. Ο πατέρας του Βάγγου πήγε με ΚΤΕΛ στην Πάτρα, πήρε το Λάντα, το έβαλε μπροστά σπρώχνοντας, έφτασε στην Αθήνα, πήρε φόρα, μπήκε στο μαγαζί του Θανάση μέσα από τα κατεβασμένα ρολά, τον έσπασε στο ξύλο και, φυσικά, τον έβαλε να το φτιάξει καινούριο. Ο Θανάσης, όχι μόνο το έφτιαξε, αλλά το έβαψε κιόλας, και σήμερα το πολύπαθο κόκκινο Λάντα εξακολουθεί και πηγαίνει βόλτες το σκύλο.

Σ.Σ. 3: η ιστορία, τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα ονόματα είναι 100% πραγματικά.
Άβαταρ μέλους
By blinkys
#9652 Την Γ την γνώρισα σ' ένα μπαράκι. Αυτή δούλευε εκεί, εγώ απλά έπινα. Την γνώρισα σε μια μακρόστενη τρύπα με ποτά μπόμπες που δεν είχε καν τραπέζια.Αυτή σέρβιρε τις μπόμπες, εγώ τις έπινα. Σε μια μακρόστενη τρύπα με ξέχειλα τασάκια που κανένας δεν χρησιμοποιούσε ποτέ. Δεν ξέρω αν ήταν όμορφη. Δεν με νοιάζει αν ήταν όμορφη. Ξέρω σίγουρα, πως είχε στυλ. Και οι γυναίκες που έχουν στυλ, είναι μαγνήτης. Κοντούλα, με μακριά ίσια μαύρα μαλλιά και κάτι μεγάλα μαύρα μάτια που χαμογελούσαν. Αυτή η κοπέλα πάντα με τα μάτια χαμογελούσε. Κέρασε κάτι σφηνάκια, κέρασα ένα χαμόγελο. Πιάσαμε κουβέντα. Όσο μπορείς να κουβεντιάσεις με τη μουσική στη διαπασών και γύρω γύρω μεθυσμένους μαλλιάδες να την τραβολογάνε για να τους φέρει ακόμα μια μπύρα. Ίσως γι’ αυτό να μην θυμάμαι πολλά από αυτά που είπαμε. Θυμάμαι όμως τα μάτια της, που χαμογελούσαν.
Έγινα τακτικός θαμώνας στο μαγαζί. Δεν είχε σημασία αν ήταν καθημερινή ή αργία. Εγώ ήμουν εκεί να πίνω, κι αυτή εκεί να σερβίρει. Και να προσπαθούμε να μιλήσουμε ανάμεσα σε ξέχειλα τασάκια και μεθυσμένους μαλλιάδες που την έπεφταν σε γκόμενες με φαρδιά παντελόνια κι αξύριστες μασχάλες. Σχεδόν κάθε βράδυ ήμουν εκεί. Ο μπράβος είχε βαρεθεί, πλέον δεν μου έριχνε ούτε βλέμμα όταν περνούσα από μπροστά του. Ο μπάρμαν είχε μάθει τι έπινα και δεν χρειαζόταν καν να δώσω παραγγελία. Είχα γίνει θαμώνας σε μια μακρόστενη τρύπα που σου έτσουζαν τα μάτια από το καπνό των τσιγάρων και σύχναζαν μαλλιάδες σουρωμένοι και γκόμενες με φαρδιά παντελόνια. Δεν μ' ένοιαζε τίποτε απ' όλα αυτά όμως. Εγώ πήγαινα μόνο για τη Γ. Για να τη δω να ξεχωρίζει μέσα από εκείνο το μπουλούκι ανθρώπων που λες και κάποιος τους καταράστηκε, να πίνουν μπόμπες κάθε βράδυ και να σβήνουν τα τσιγάρα στο πάτωμα. Ίσως γι' αυτό ποτέ δεν της ζήτησα να τη συναντήσω κάπου αλλού. Ίσως φοβόμουν πως έξω, με το φως του ήλιου, δεν θα έλαμπε τόσο.
Ο καιρός περνούσε κι εγώ ένιωθα να γίνομαι ένα με τον υπόλοιπο κόσμο εκεί μέσα. Κι όσο εγώ γινόμουν ένα, τόσο περισσότερο ξεχώριζε η Γ. Τόσο πιο όμορφη και λαμπερή μου φαινόταν. ΄Ενα βράδυ χιόνισε. Όλοι έλεγαν πως είχε πολλά χρόνια να χιονίσει. Εγώ και πάλι πάρκαρα το δανεικό παπί δίπλα από το γραφείο του νεκροθάφτη, στο αδιέξοδο απένταντι από το μπαράκι. Μπήκα μέσα φορτσάτος. Σαν να ένιωθα πιο ελαφρύς εκείνο το βράδυ. Η Γ ήταν εκεί. Μου χαμογέλασε μόλις με είδε. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε με το στόμα κι όχι με τα μάτια. Το βράδυ πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Εγώ να πίνω κι η Γ να σερβίρει μπόμπες σε σουρωμένους μαλλιάδες και γκόμενες με φαρδιά παντελόνια. Βγήκαμε μαζί από το μαγαζί. Δεν ξέρω γιατί αλλά της πρότεινα να την πάω σπίτι. Για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό! Για κάποιο λόγο δέχτηκε. Χιόνιζε, ήμουν τύφλα, είχα ένα άθλιο δανεικό παπί και εκείνη δέχτηκε! Ανέβηκε πίσω και ένιωθα το στήθος της να ακουμπάει στην πλάτη μου. Παρακαλούσα να γίνει κάτι και να σταματήσει ο χρόνος. Εγώ να οδηγάω ένα άθλιο δανεικό παπί, να χιονίζει και από πίσω η Γ να ακουμπάει το στήθος της στην πλάτη μου.
Ξαφνικά το μηχανάκι άρχισε να κάνει κομπιάσματα. Με όση φόρα είχαμε, σταμάτησα σ' ένα πάρκο. Κατέβηκα και η Γ ακολούθησε. Δεν είπε τίποτα. Απλά χαμογέλασε. Με τα μάτια αυτή τη φορά. Καθήσαμε στο μοναδικό παγκάκι που υπήρχε. Κέρασε τσιγάρο, κέρασα χαμόγελο. Μιλήσαμε για ώρα. Δεν θυμάμαι τι της είπα . Θυμάμαι όμως πως δεν της είπα ότι ....
Κι αυτή εκεί. Να χιονίζει και η Γ να κάθεται εκεί δίπλα μου στο παγκάκι, να μου χαμογελάει με τα μάτια και να περιμένει μάταια να της πως ότι ... Έπαιξα άμυνα.΄Αμυνα στη χειρότερη στιγμή. Δεν ξέρω τι με εμπόδισε και δεν της είπα ότι ... Έμεινε για λίγο ακόμα. Τα τσιγάρα είχαν φτάσει στο φίλτρο κι ακόμα τα κρατούσαμε. Είχε πέσει μια σιωπή ασήκωτη. Ήταν σαν το χιόνι που έπεφτε να την έκανε ακόμα πιο βαριά. Ξαφνικά σηκώθηκε, μου κράτησε το χέρι και με φίλησε στο μάγουλο. Μετά έκανε μεταβολή κι έφυγε, αφήνωντας σημάδια στο φρέσκο χιόνι.
Κι έμεινα μόνος σ' ένα παγκάκι να κρατάω ένα τελειωμένο τσιγάρο, να κοιτάω ένα άθλιο δανεικό παπάκι που δεν δούλευε και το μάγουλο να καίει στο σημείο που μ' είχε φιλήσει η Γ. Η Γ η γκαρσόνα που χαμογελούσε με τα μάτια και σέρβιρε μεθυσμένους μαλλιάδες, Η Γ η γκαρσόνα που μοιραστήκαμε ένα παγκάκι ένα βράδυ που χιόνισε. Η Γ η γκαρσόνα που ποτέ δεν της είπα ότι ....

Αφιερωμένο στον φίλτατο Τζιμ Κλαρκ που του αρέσει.
Άβαταρ μέλους
By blinkys
#9674 Με τον Αχιλλέα δουλεύαμε μαζί , σε κάποια από τις πολλές δουλειές που έκανα σαν φοιτητής, στη μικρή επαρχιακή πόλη που με έστειλε ένα λάθος στη συμπλήρωση του μηχανογραφικού. Ξεχώριζε από μακριά. Ψηλόλιγνος , με φουντωτά σγουρά μαλλιά και κατακόκκινα μάγουλα. Είχε τη φήμη του νευρικού τύπου, αλλά για κάποιο λόγο εμένα με συμπάθησε. Είχε την κακιά συνήθεια πρώτα να χτυπάει και μετά να θυμώνει. Τελευταίο του θύμα, ήταν το προηγούμενο αφεντικό του. Δούλευε σε ένα λαμαρινάδικο. Μια μέρα ο μάστορας άρχισε να μουρμουρίζει για το πόσο κακομαθημένοι είναι οι σημερινοί νέοι, που τα βρίσκουν όλα έτοιμα και κοιμούνται όλη μέρα κτλ . Δύο φορές του είπε ο Αχιλλέας πως δεν είναι όλοι έτσι. Πως υπάρχουν και εξαιρέσεις και γι’ αυτό καλό θα ήταν να μην γενικεύει και να πάει επιτέλους να φέρει μπογιές να τελειώνουν το φτερό που περίμενε να βαφτεί. Την τρίτη φορά που επέμεινε ο μάστορας, απλά τον κουτούλησε. Έμεινε άβαφο και το φτερό.

Σύντομα αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και εκτός δουλειάς. Εγώ είχα εκείνο τον καιρό ένα γαλλικό σαράβαλο κι ο Αχιλλέας μια δίλιτρη Giulia. Όταν τελειώναμε από την δουλειά, παίρναμε τα αυτοκίνητα και αλωνίζαμε παλιές ειδικές , είχε κάμποσες η περιοχή. Αντιλαλούσαν τα βουνά από την εξάτμιση του Γάλλου και τα ξώφιλτρα καρμπυρατέρ της Ιταλίδας. Την Giulia την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Όσο ζούσε ο μακαρίτης, κουβαλούσε μ’ αυτήν λιπάσματα και φυτοφάρμακα για τα χωράφια. Με το που την πήρε στα χέρια του ο Αχιλλέας, κλείστηκε για ένα μήνα στο συνεργείο που είχε ένας ξάδερφός του. Με τα ταπεράκια πηγαινοερχόταν η καημένη η μάνα του, «να τρώει κάτι το παιδί, μην πάθει τίποτα όλη μέρα στο γκαράζ». Ο ξάδερφος και ιδιοκτήτης του συνεργείου, κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Ουρά έκαναν τα αγροτικά και οι Κορόλλες που περιμέναν για λάδια, μπουζί , αφού ο Αχιλλέας είχε μονίμως μια ράμπα πιασμένη. Όταν με το καλό τελείωσε, φήμες λένε πως ο ξάδερφος πήγε για προσκύνημα στην Τήνο.

Στα δικά μου μάτια η Alfa του Αχιλλέα ήταν σε άριστη κατάσταση. Στα δικά του πάλι πάντα κάτι έλειπε. Θυμάμαι μια φορά επιστρέφαμε από κάποια ανάβαση, κάπου κοντά στην Πάτρα. Δουλεύαμε μέχρι αργά το βράδυ την προηγούμενη, είχαμε κοιμηθεί σκάρτα δυο ώρες, μας έκαψε ο ήλιος όλη μέρα πάνω στο βουνό και λίγο πριν φτάσουμε σπίτια μας, ο Αχιλλέας σταμάτησε για να αλλάξει ζιγκλέρ, γιατί λέει του φαινόταν πως το μοτέρ είχε ψοφήσει στα χαμηλά. Το καλοκαίρι ο ξάδερφος με το συνεργείο έφυγε για διακοπές, δυο βδομάδες. Τον ίδιο καιρό ο Αχιλλέας, βρήκε κι αγόρασε μια παλιά Motο Guzzi, με μεγάλη ίσια σέλα κι ένα ζευγάρι ελεύθερες εξατμίσεις που έτσι κι έβαζε μπροστά, ακουγόταν μέχρι το Mandello del Lario. Παράτησα εγώ την εξεταστική, ξαναφορτώθηκε η μάνα του Αχιλλέα τα ταπεράκια, αγόραζα κάτι σουβλάκια και μπύρες για συμπλήρωμα και κλειστήκαμε στο συνεργείο. Μόνο έναν παππού μ’ ένα κίτρινο datsun εξυπηρετήσαμε, αλλάξαμε λάδια κι εγώ φύσηξα το φίλτρο αέρα. Όταν γύρισε ο ξάδερφος από τις διακοπές είχαμε τελειώσει. Εγώ αλώνιζα σε κάποιο νησί κι ο Αχιλλέας είχε πάρει την moto guzzi και το αίσθημα και έκανε διακοπές στο Πήλιο. Την ηρεμία των διακοπών μου τάραξε ένα τηλεφώνημα από τον ξάδερφο του Αχιλλέα που ήθελε να μάθει γιατί ο παππούς με το κίτρινο datsun είχε βρει ένα ξυλάκι από σουβλάκι μέσα στο φιλτροκούτι. Δεν έδωσα σημασία, το ίδιο και ο Αχιλλέας. Μετά τις διακοπές, ξαναρχίσαμε τις βόλτες. Δανειζόμουν μια άθλια vespa που είχε παρατήσει ένας γείτονας και γυρνούσαμε όλο το βράδυ. Ακόμα πρέπει να έχουν εφιάλτες όσοι άκουσαν τον Αχιλλέα να περνάει τέρμα γκάζι μέσα από τα στενά. Σταματούσαμε μόνο όταν μέναμε από βενζίνη ή έμενε η vespa, πιο συχνά το δεύτερο.

Για ένα φεγγάρι χαθήκαμε.Εγώ τα μάζεψα κι έφυγα. Μιλούσαμε για χρόνια πολλά στις γιορτές. Μετά από λίγο το ξεχάσαμε κι αυτό. Τον ξαναβρήκα μετά από χρόνια εντελώς τυχαία. Κάποια υποχρέωση με έφερε στην πόλη του Αχιλλέα. Τη θέση του γαλλικού σαράβαλου είχε πάρει ένα άλλο γαλλικό, χειρότερο σαράβαλο. Χαράματα ακόμα, στην είσοδο της πόλης, το μοτέρ αποφάσισε πως δεν θέλει να δουλεύει άλλο. Με τη φόρα που είχα σταμάτησα μπροστά σε μια ταβέρνα . Μαθημένος με τους λύκους μια ζωή, κατέβηκα κι άνοιξα το καπώ να δω τι φταίει. Όπως ήμουν σκυμμένος και μουρμούριζα ότι βρισιά ήξερα στα Ελληνικά και στα Γαλλικά , άκουσα μια γνώριμη φωνή να με φωνάζει. Σχεδόν κοπάνησα το κεφάλι στο ανοιχτό καπώ από την έκπληξη. Γύρισα και είδα τον Αχιλλέα να μου χαμογελάει από την πόρτα της ταβέρνας. Παράτησα το χαλασμένο αυτοκίνητο και πήγα να τον χαιρετήσω.

Κέρασε καφέ, κέρασα τσιγάρο και κάτσαμε να τα πούμε. Θυμηθήκαμε φίλους, γνωστούς και συναδέλφους.Είχε κληρονομήσει την ταβέρνα από κάποιον θείο του. Προσπάθησε να την πουλήσει αλλά κανείς δεν βρισκόταν να την αγοράσει. Αποφάσισε λοιπόν να τη δουλέψει ο ίδιος. Με έπιασαν τα γέλια μόνο στη σκέψη. Ο Αχιλλέας που πρώτα βάραγε και μετά θύμωνε, να ψήνει σουβλάκια και μπριζόλες και να ανέχεται τις παραξενιές των πελατών. Κρίμα που δεν είχα χρόνο να κάτσω μέχρι το μεσημέρι που άνοιγε, να απολαύσω το θέαμα. Πήρα τηλέφωνο ένα μάστορα που ήξερα από παλιά. Ευτυχώς δούλευε ακόμα. Πριν ανέβω στο φορτηγό της οδικής, με πήρε από το χέρι και με πήγε πίσω από την ταβέρνα. Σε μια γωνιά πήρε το μάτι μου τη γνώριμη φιγούρα της Giulia και από δίπλα στηριγμένη τη Moto Guzzi. «Τα ‘χεις ακόμα ρε θηρίο ;» τον ρώτησα. «Γεράσαμε αλλά μυαλό δεν βάλαμε φιλαράκι», μου απάντησε. «Ακόμα τριγυρνάω τα βράδια. Φοράω το δερμάτινο, νταξ ζορίζεται λίγο στο κούμπωμα και γυρνάω όλη νύχτα σαν την άδικη κατάρα. Σπρώχνοντας το ανεβάζω στην ανηφόρα στο σπίτι για να μην ξυπνήσω την μάνα μου. Να περάσεις ρε να τη δεις. Σε πεθύμησε. Κι εγώ σε πεθύμησα…» Άναψα τσιγάρο. «Θα περάσω ρε φιλαράκι. Δώσε τώρα χαιρετίσματα εσύ και θα ξανάρθω…» είπα ψέμματα. Το ήξερα πως δεν θα πήγαινα. Το ήξερε και ο Αχιλλέας.

Ανέβηκα στο φορτηγό της οδικής που περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Τον χαιρέτησα χωρίς να κατεβάσω το παράθυρο. Στο συνεργείο, πήγα να πάρω ένα γερμανοπολύγωνο που ζήτησε ο μάστορας. Όπως το έπιασα, μια φωτογραφία τράβηξε το βλέμμα μου, κρυμμένη πίσω από κλειδιά που στηριζόταν στον τοίχο. Παραμέρισα τα κλειδιά και πήρα στα χέρια μου την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Έδειχνε μια GTA να στρίβει με τον εσωτερικό τροχό σηκωμένο στον αέρα. Ο μάστορας με είδε και χαμογέλασε με νόημα.

Το ίδιο βράδυ πήρα τηλέφωνο έναν κοινό γνωστό. Μού είπε πως τις πρώτες μέρες που άνοιξε την ψησταριά, πήγε ο γέρος με το datsun να πάρει σουβλάκια. Θυμήθηκε τον Αχιλλέα κι άρχισε να λέει για τότε που βρήκε στο καρμπυρατέρ το σουβλάκι. Ο Αχιλλέα προσπάθησε να μη δώσει σημασία. Ο γέρος όμως επέμενε. Ξαφνικά βουτάει ο Αχιλλέας τον γέρο από το χέρι, βουτάει και 3 σουβλάκια και τον βγάζει στο πάρκινγκ. Τον βάζει κι ανοίγει το καπώ. Ορμάει και ξηλώνει το φιλτροκούτι. Κοιτάει το γέρο που είχε μείνει άγαλμα από τη σαστιμάρα. Παίρνει και χώνει τα 3 σουβλάκια μέσα στο καρμπυρατέρ. Όπως φεύγει να μπει και πάλι μέσα στο μαγαζί, γυρνάει και λέει στον αποσβολωμένο γέρο : «Μάστορα, αυτά τα κερνάει το μαγαζί. Έτσι για τα καλορίζικα…»

Υ.Γ Η ιστορία είναι ημι-αληθινή.