Γενικά αυτοκινητιστικά θέματα
Άβαταρ μέλους
By scuderia monofaro
#7587 Το παρακάτω κείμενο δεν φέρει την υπογραφή του Κου Γιώργου Ν.Πολίτη αλλά είμαι βέβαιος ότι του ανήκει.Είναι αντιγραφή από άλλη δημόσια συζήτηση (alfisti.gr/forum/).Αν πρέπει να διαγραφεί η δημοσίευση,θα το καταλάβω απόλυτα.

Στον κύριο Βασίλη...
Ακούστε μια πραγματική ιστορία που έλαβε χώρα σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Πελοπονήσου ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του εβδομήντα και τελείωσε (?) φέτος το Καλοκαίρι.

Τα χωριά αυτά τότε παίρναν ζωή τον Αύγουστο όταν έρχονταν οι 'Αθηναίοι' αυτοί δηλαδή που είχαν φύγει από το χωριό για αναζήτηση καλύτερης τύχης, είχαν πάει στην Αθήνα και ερχόντουσαν σ'αυτό για ένα περίπου μήνα τον Αύγουστο για τις διακοπές τους και για να φροντίσουν τα εγκαταλειμένα σπίτια τους.
Οι περισότεροι ερχόντουσαν με τις κούρσες τους (ήταν μεγάλο πράγμα τότε η κούρσα) και όσο πιο μεγάλη σε μέγεθος ήταν τόσο καλύτερη ήταν. Μάλιστα στο καφενείο πήγαιναν με αυτές ( το πιο ακριανό σπίτι του χωριού ήταν πέντε λέπτα περπάτημα από την πλατεία που ήταν το καφενείο) για να τις επιδείξουν.
Έτσι οι κούρσες στριμογνώντουσαν στην πλατεία σε μια ιδιόμορφη πασαρέλα. Ήταν η απόδειξη των ιδιοκτητών τους ότι τελικά άξιζε τον κόπο που ξενιτεύθηκαν και δουλεύουν νύχτα μέρα μια και τώρα έχουν κούρσα ενώ όσοι 'ανεπρόκοποι' έμειναν στο χωριό πάνε στο καφενείο με τα πόδια και στις δουλειές τους στα κτήματα με τον κυρ Μέντιο.
Ήταν εκεί μια κόκκινη BMW 1600 (με τα στρογγυλά φανάρια πίσω αν θυμάστε) του θείου Κώστα του σοβατζή, μια άσπρη μερσεντέ διακοσάρα (με τα όρθια φανάρια μπροστά) του θείου Γιάννη του τραπεζικού, ένα opel record 1600 (με τις ταχύτητες στο χέρι και το ολόκληρο κάθισμα μπροστά) του θείου Μήτσου που δουλεύει στη Χαλυβουργική, ένα μπλέ datsun 120 Y του (πιο φτωχού) κυρ Γιώργου (στο ΙΚΑ δούλευε κλητήρας) κλπ. Όλες πλημμένες και γιαλισμένες με το πετσί (ήταν κι αυτό της μόδας τότε).
Κι εμείς καθόμασταν αντίκρι στα σκαλιά της εκκλησίας και τα θαυμάζαμε και ακούγαμε τους γιούς των παραπάνω τυχερών να μας εξιστορούν ιστορίες με τις κούρσες του Μπαμπά τους πόσο έπιασε στην Εθνική και τέτοια. Μάλιστα που και πού πλακωνόντουσαν και στο ξύλο για να αποδείξουν πιανού κούρσα ήταν καλύτερη.
Το μόνο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο έξω από το πιο ακριανό σπιτάκι του χωριού ήταν μια κίτρινη προς το μπέζ alfa romeo guilia 1600. Μάλιστα ήταν συνήθως λασπωμένη ειδικά πίσω από τους τροχούς στα φτέρα.
Ήταν του κυρίου Βασίλη του άντρα της κυρίας Κούλας. Ο κύριος Βασίλης ήταν ένας γλυκός, μετρημένος, σεβάσμιος κύριος, χημικός μηχανικός στο επάγγελμα και στο χωριό λέγαν ότι είχε ανοίξει εργοστάσιο φαρμάκων στην Αθήνα και έβγαζε πολλά λεφτά. Δεν είχαν παιδιά.
Στο καφενείο πήγαινε σπάνια, και όποτε πήγαινε κάθοταν μόνος ή με κάναν παππού του χωριού, συνήθως ψήνανε στην όμορφη αυλίτσα τους παρέα με κάποιο φιλικό τους ζευγάρι που φέρνανε από την Αθήνα. Κατά βάθος τον ζήλευαν όλοι αλλά δεν μπορούσαν να πουν τίποτα κακό γιατί οι ντόπιοι και ειδικά οι ηλικιωμένοι για έναν ανεξήξητο για μας λόγο τον αγαπούσαν πολύ.
Εμένα και τον ξαδερφό μου τον Αλέκο (δεν ξέρω γιατί) το βρώμικο αυτοκίνητο του κυρίου Βασίλη με το άσχημο χρώμα μας εξασκούσε μια περίεργη έλξη.
Την κοπανάγαμε λοιπόν από την πλατεία και τραβάγαμε στην άκρη του χωριού και χαζεύαμε την κίτρινη alfa. Βάζαμε τα μούτρα μας στο τζάμι κρύβοντας με τα χέρια μας την αντιφεγγιά για να βλέπουμε καλά και κοιτάγαμε τα όργανα στο ταμπλό.
Είχε κι ένα που δεν είχε κανένα άλλο στην πλατεία. Είχε νούμερα 10, 20, 30 κλπ και έγραφε στη μέση girix100/min. To κοντέρ έγραφε 200 ενώ τα άλλα στην πλατεία σταματάγανε στα 160 ή το πολύ 180.
Ένα βραδάκι κι ενώ είμασταν κολλημένοι στο τζάμι της alfa βγήκε από τη βαριά σιδερένια εξώπορτα του σπιτιού του ο κύριος Βασίλης χωρίς να τον ακούσουμε.
Τρομάξαμε και παραμερίσαμε. Οι άλλοι στην πλατεία μας έβαζαν χέρι όταν ακουμπούσαμε τα μούτρα μας στο τζάμι από τις κούρσες τους γιατί τα λερώναμε λέει.
-Μη φοβάστε μας λέει. Δεν πειράζει. Πάω στην πόλη να πάρω ένα φίλο μου που θα'ρθει με το λεωφορείο. Θέλετε να σας πάρω μαζί και να πάρουμε και παγωτό? ρώτησε.
Τρελλαθήκαμε ήταν σα να μας πρότεινε να πάμε στο φεγγάρι. Μετά από ένα σύντομο διάστημα σιωπής πήρα την πρωτοβουλία σαν μεγαλύτερος και είπα ένα διστακτικό ναι.
Μας έβαλε πίσω, κατέβασε την ασφάλεια που κατέβαινε από τον ίδιο νικελένιο μοχλό που άνοιγε και η πόρτα (σπρώχνοντας το μοχλό προς τα κάτω) και μας λέει:
-δεν σας πειράζει να πάμε από τον παλιό δρόμο που εχει πιο ωραία θέα και είναι πιο όμορφος?
Άλλο που δε θέλαμε. Από τον καινούργιο η πόλη ήταν κάνα τέταρτο από τον παλιό ήταν κάνα μισάωρο-θα κάναμε και πιο μεγάλη βόλτα. Παραξενευτήκαμε όμως. Όλοι με τις κούρσες πήγαιναν από τον καινούργιο. Είχε έλεγαν λιγότερες στροφές ήταν πιο φαρδύς πιο σύντομος άσε που ήταν όλο άσφαλτος ενώ ο παλιός είχε και κομμάτια με χώμα και πολλές λακούβες.
Σιγά σιγά που πήραμε αέρα αρχίσαμε τις ερωτήσεις. Πόσο τρέχει, τι είναι αυτό το όργανο στη μέση δίπλα σ'αυτό που λέει πόσα τρέχει. ήταν κι ο θόρυβος... Αλλιώτικος από τις άλλες κούρσες. Πιο δυνατός αλλά και πιο ευχάριστος στα αυτιά μας.
Κουβέντα στη κουβέντα σα να ξεθάρεψε και ο κύριος Βασίλης.
- Φοβόσαστε μας ρώτησε δειλά σα να ντρέποταν σα μικρό παιδί.
-Όχι με ένα στόμα αποφασιστικά εμείς σα να καταλάβαμε ότι αυτό που ρώταγε είχε πολύ ουσία.
Σε δευτερόλεπτα ο σεβάσμιος κύριος Βασίλης μετατράπηκε σε ένα παιδί.
Η alfa άρχισε να πηγαίνει με τις πάντες. Φλικάριζε τόσο ομαλά και όμορφα από στροφή σε στροφή υπακούοντας στις χειρουργικές κινήσεις του κυρίου Βασίλη.
Για τον κύριο Βασίλη δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Αυτός, η alfa του και ο στενός στριφτερός δρόμος. Εμείς πίσω εκστασιασμένοι θέλαμε κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Τώρα καταλάβαμε γιατί ήταν πάντα βρώμικη και λασπωμένη...
Το φετινό Καλοκαίρι ο κύριος Βασίλης ξεκίνησε ένα άλλο μεγάλο ταξίδι. Σίγουρα θα πάει από τον πιο μακρύ και πιο στριφτερό δρόμο. Και από κει πάνω θα βλέπει τον παλιό δρόμο χωριό-πόλη έρημο πιά.
Η gulia με το περιεργο κίτρινο χρώμα -giallo pompei-κίτρινο της πομπήιας έμαθα αργότερα ότι λέγοταν, ξεκουράζεται σε ένα γκαράζ κάπου στην Εκάλη.
Πήγα να τη ζητήσω από την κυρία Κούλα.
Θα μείνει εδώ ακόμα για λίγο μου είπε και όταν θα φύγω κι εγώ τότε θα την πάρεις. Στο υπόσχομαι. Να ορίστε στην έχω γράψει κι όλας...
Καλό ταξίδι ΚΥΡΙΕ Βασίλη...

υγ.: Στο χωριό φέτος λέγανε οι παππούδες ότι τους έστελνε όλα τα φάρμακα τους. Αλλά είχε παρακαλέσει να μην το λένε.
Αλλά μάλλον δεν τον αγάπαγαν μόνο γι'αυτό...
Άβαταρ μέλους
By kouk
#7693 Ωραία ιστορία. Του Πολίτη είναι.

Να κι άλλη μια

Του κ. Γιώργου Ν. Πολίτη

Κάθε μικρή κοινωνία έχει τους ήρωές της. Στο χωριό που πέρασα τα σχολικά καλοκαίρια μου,ήρωας ήταν ο Λευτέρης,που έπαιζε την καλύτερη μπάλα,είχε τα ωραιότερα κορίτσια και τα καλύτερα γκάζια απ'όλους. Εμενε κοντά στο σπίτι μου και κάναμε παρέα,παρότι ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος. Οταν μάλιστα αγόρασε μια καθαρόεμη Μontesa βγάλαμε ένα καλοκαίρι στη σέλα. Τη μέρα ανακαλύπταμε την υπερστροφή στα γύρω βουνα, ενώ τη νύχτα γυρνάγαμε στο παραλιακό νυφοπάζαρο στις ντίσκο, με τα strobo των '80s.
To επόμενο καλοκαίρι τη θέση της Montesa πήρε ένα NSU TT. Με γαιδουρινά Weber, χταπόδι γαργαντούα, εκκεντροφόρο τόσο άγριο που αν πήγαινες κοντά θα σε δάγκωνε, πλαστικά καπό και φτερά , σκέτο πυραυλάκι. Οπου πετύχαινε Gti ο Λευτέρης , άναβε μισή ντουζίνα κίτρινα Carello και προσπέρναγε ντριφτάροντας.
Τα βράδια πηγαίναμε στα μπιλιαρδάδικα της περιοχής.
Εριχνε δυο σβούρες απ'έξω, μαζευόταν διάφοροι, 'πώς πάει το γκάζι', 'πάμε να σου δείξω' και έβγαινε όλο το μαγαζί στο δρόμο, παπιά και αγροτικά στο κατόπι του ΤΤ που πήγαινε στον πόλεμο με Corolla SR,μπιάλμπερα 124 και escort MKII.
Τόσες και τόσες φορές στήνονταν στην ευθεία, το Ενεσουδάκι πεταγόταν μπροστά και έμενε εκεί ως το τέρμα. Αλλοτε πάλι παίζαμε bowling δικής μας επινόησης. Στήναμε κορύνες αριστερά και δεξιά στα πεζοδρόμια, έπερνε φόρα δίπλωνε το ΤΤ, και με το κάρτερ να ξυρίζει το κράσπεδο, μια δεξιά, μια αριστερά, τις πέταγε κάτω.
Για πραγματικό όμως οδήγημα πηγαίναμε στη Βροντού. Μια έρημη ανηφορική διαδρομή, που στις κορδέλες της είχαν βροντήξει άπειροι τοπικοί και εκδρομικοί γρήγοροι. Σχεδόν κάθε φορά χρονομετρούσαμε το ανέβασμα, όχι με ρολόι, αλλά με μια κασέτα που ξεκίναγε με το Seeker, συνέχιζε με το Ghost Story και τελείωνε με την αρχή του Paranoid.
Την επόμενη χρονιά πήγα και γω στο χωριό με μοτοσυκλέτα, ο Λευτέρης όμως πήγε φαντάρος. Το καλό ήταν ότι μπορούσα να κάνω τον Ταρζάν εκ του ασφαλούς, το κακό ήταν ότι δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ και οι αλητείες κόπηκαν. Μάθαινα που και που νέα του, έμπλεξε με δουλειές, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Ευχόμουν να συναντιόμαστε πάλι κάποτε, έτσι για να κουτρουβαλήσουμε πάλι ξανά στη βροντού εις μνήμη της παρατεταμένης εφηβείας.
Εκλειναν έντεκα χρόνια από τότε, φέτος τον Ιούλιο, όταν είδα τον Λευτέρη, όχι με την κόκκινη 75 turbo των ονείρων του, αλλά με κόκκινο Hyundai Accent. 'Πού είναι τα γκάζια σου?' φώναξα. Γύρισε και με ένα πικρό χαμόγελο μου είπε, 'πάνε αυτά, παντρεύτηκα, λεφτά, ευθύνες αλλάζουν όλα Γιώργο'. 'Ναι αλλά από τις πάντες, στο οικογενειακό 1300 με καθισματάκι μωρού πίσω έχει διαφορά', τον πρόγκηξα εγώ'. 'Ε, και εσύ κάπνιζες Σέρτικα και τώρα σε βλέπω με Silk Cut' , με αποστόμωσε εκείνος.
'Πάμε μια μέρα στη βροντού?' του πέταξα'. ' Ασε πρέπει να πάω να πάρω ψωμί, περιμένει και η γυναίκα μου', είπε κάπως ενοχλημένα. 'Ελα μια μέρα σπίτι να φάμε'.
Τον χαιρέτησα και μαζί χαιρέτησα τις ρέμπελες αναμνήσεις του 80. Είναι δυνατόν ο ήρωας με τη Montesa και το ΤΤ να φέρεται σα μεσήλικας της συμφοράς? Εντάξει, όλα αλλάζουν, αλλά όχι και ο Λευτέρης να έχει βουλιάξει στο μαγκανοπήγαδο. Δεν ήθελα να πάω να τον δω, για να μη χαλάσω εκείνες τις εικόνες που φύλαγα στο μυαλό μου.
Μια μέρα ενώ συμάζευα την αποθήκη μου, ανάμεσα σε ψαροντούφεκα, ρακέτες και Βίπερ του Ζεράρ ντε Βιλιέ, βρήκα την παλιά κασέτα που ακούγαμε στη Βροντού. Θα πάω να του τη δώσω σκέφτηκα με πείσμα, έτσι για την τιμή των όπλων.
Πήγα στο σπίτι του-έπαιζε με δυο πιτσιρίκια στην αυλή-ενώ μια γυναίκα που φαινόταν ότι ήταν όμορφη πριν από πέντε χρόνια, καθόταν στην πόρτα. 'Καλησπέρα'. λέω... Ο Λευτέρης πετάχτηκε όρθιος μέσ' τη χαρά. 'Καλώς τον , από δω η γυναίκα μου η Βούλα'. απαντάει. 'Εχεις ένα μαύρο αυτοκίνητο?' με ρωτάει εκείνη. 'Ναι' της λέω, και αυτή με ύφος χωροφύλακα, μου κάνει : ' Να πηγαίνεις πιο σιγά, τρομάζετε τον κόσμο κοτζάμ μαντράχαλοι'. Πάγωσα από την ευγένεια της υποδοχής. 'Εφερα μια παλιά κασέτα του Λευτέρη' μπόρεσα αμήχανα να ψελλίσω. Σηκώθηκε τότε ο Λευτέρης με δύναμη σαν ελατήριο που είχε μαζεμένη ενέργεια από καιρό , λες και η γυναίκα αυτή τον αγάπησε για όλα εκείνα που τον χαρακτήριζαν και τώρα προσπαθούσε με μανία να του τα ξεριζώσει.
Ορμησε με δύναμη στο αυτοκίνητο. 'Που πάτε Λευτέρη' στρίγγλισε η Βούλα.
Εβαλε πρώτη, εγκατέλειψε το συμπλέκτη, φύτεψε το γκάζι στο πάτωμα και το Hyundai τινάχτηκε σε ένα burn out που ούτε κατά διάνοια δεν είχε περάσει από το μυαλό του Κορεάτη που το σχεδίαζε. Αρχισα να γελάω, όπως τότε, που τα σαββατόβραδα η ντίσκο με την πισίνα ήταν γεμάτη και το ΤΤ έκανε σβούρες στο διπλανό χωράφι, σκεπάζοντας τον ήχο από το La Isla Bonita, γεμίζοντας χώμα από το γιαπομάνι με τα λευκά κουστούμια, τις ημίγυμνες σταρλετίτσες και το νερό της πισίνας.
Πήγαμε ως τη διασταύρωση για την Βροντού στον κόφτη. Ο Λευτέρης σταμάτησε στην ελιά της εκκίνησης, έβαλε την κασέτα και πάτησε το play. Το Hyundai δίπλωνε και ξεδίπλωνε ανάμεσα στα πλατάνια, λίγο πιο αργά, αλλά με την ίδια αίσθηση ισορροπίας , όπως παλιά. Στην τελευταία αριστερή στροφή φλικάρισε απότομα, το Accent τα'χασε, σηκώθηκε στις δυο ρόδες και έβγαλε όλη την στροφή στον αέρα.
'Κόλα το φίλε', φώναξε όταν σταματήσαμε, και την ώρα που του χτύπαγα το χέρι και αρχίζαμε τα γέλια, ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Wishing Well. Αργήσαμε λίγο, αλλά τελικά οι ευχές έπιασαν.
Το πηγάδι μπορει να περιμένει. Καιρός να γυρίσω στα παλιά μου τσιγάρα. D


http://www.purediy.gr/forum/index.php?topic=48.0
Άβαταρ μέλους
By JasonLouk
#16226 Αντιγράφω και εγώ ένα που είχα γράψει στο παλιό

"Xωρις καλυμμα" Tευχος 130 Αυγουστος 2007

Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τα ανοιχτά αυτοκίνητα.Κατά κανόνα δεν χωράω μέσα τους και εάν θέλω αέρα στο πρόσωπο οδηγώ μοτοσυκλέτα.Με τη βροντερή εξαίρεση της AC Cobra 427,δεν υπάρχει θεση για cabrio στο ονειρικό μου πάνθεον.Όμως,όπως συμβαίνει με κάθε τύπο αυτοκινήτου,υπάρχουν ορισμένες συνθήκες κάτω απο τις οποίες οι αρετές τους ξεδιπλώνονται,σαν τις υφασμάτινες οροφές των παλιών roadster.Η νυχτερινή βόλτα στην παραλιακή (μετά τα μεσάνυχτα-ποτέ Σάββατο) αποκτά άλλο νόημα όταν βλέπεις τ’αστέρια πάνω απ’ το κεφάλι σου σου και μυρίζεις την αύρα.Μετά τις ζέστες και τις πυρκαγιές του Ιουνίου, βρέθηκε στο γκαράζ μου ενα ανοιχτό διθέσιο.Όσο ο ήλιος ηταν ψηλά δεν το πλησίαζα,οταν έδινε την θέση του στο φεγγάρι –κι έτυχε να’ναι ο καιρός της πανσελήνου- δεν έβγαινα απο τα δερμάτινα Momo. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή: κατηφορίζω την Συγγρού, την ταχύτερη λεωφόρο της πόλης, τη μόνη που δεν φρακάρει ποτέ από κίνηση.Δεξιά και αριστερά, εκθέσεις με αυτοκίνητα και φωτεινές επιγραφές νυχτερινών μαγαζιών: μπουζούκια,κλαμπ ,στριπτιζάδικα, ό,τι ζητήσεις το βρίσκεις στις δύο όχθες του πολύχρωμου ποταμού που ενώνει την Ακρόπολη με το Φάληρο. Στο Δέλτα συναντάω την αψυχολόγητη μετατροπή που έφεραν τα ολυμπιακά έργα: για να πας στην Γλυφάδα μένεις δεξιά, για να πας στον Πειραιά βγαίνεις αριστερά. Ανοίγομαι λοιπόν για την κλασσική αριστερή του Ιπποδρόμου.Είναι τυφλή ,δύσκολη αν την κυνηγήσεις κι έχει το καταραμένο σαμαράκι στη μέση. Η κεκλιμένη δεξιά που ακολουθεί είναι πιο εύκολη παρότι τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν. Η τριπλέτα Τροκαντερό-Φλοίσβος-Μπάτης με φέρνει δίπλα στην θάλασσα.Κόβω ταχύτητα.Τη βλέπω. Με ανοιχτή την οροφή, τη μυρίζω κιόλας. Σίγουρα δεν έχει το άρωμα του πελάγους στο Αγαθονήσι ή το Αντικέρι, αλλά η Ψυττάλεια κάνει δουλειά.Όλο και κάποιο φανάρι με πιάνει εδώ,αποκαλύπτωντας ακόμη μια ιδιοτυπία των cabrio : όποτε σταματάς πρέπει να χαμηλώνεις τη μουσική.Μου θύμισε μια παλιά βόλτα με Harley Electra Glide. Πάλι στην παραλιακή οδηγούσα, το κασετόφωνο της έπαιζε Motorhead, όταν καταλαβα οτι ακούγεται πολύ δυνατά.Τώρα το ραδιόφωνο έπαιζε U2. Εντάξει κοντά είμαστε. Ο παραλληλισμός μοτοσυκλέτας και ανοιχτού αυτοκινήτου είναι εύλογος όπως αποδεικνύεται στην επόμενη τριάδα της διαδρομής,Καλαμάκι,Άλιμο,Ελληνικό.Εδώ δεν βλέπεις θάλασσα, σε ένα κλιματιζόμενο σαλόνι μπορεί να μην καταλάβεις καν οτι βρίσκεσαι κοντά της. Όπως διδάσκει το “Zen and The Art of Motorcycle Maintenance’’ , αντίθετα με το αυτοκίνητο με τη μοτοσυκλέτα δεν είσαι θεατής,γίνεσαι μέρος του σκηνικού. Πάνω στη σέλα ,ή με ανοιχτή οροφή προσθέτω εγώ, αισθάνεσαι τη θάλασσα, νιώθεις την υγρασία της τα ζεστά βράδια και τη δροσιά της στα ψυχρότερα. Το κομμάτι απ’ την Γλυφάδα έως τη Βούλα είναι από τα πιο επικίνδυνα. Κάθε καλοκαιρι μεθυσμένοι οδηγοί παρασύρουν μεθυσμένους πεζούς που, στις 5 το πρωί κάποιας Κυριακής, επιχειρούν να διασχίσουν την παραλιακή. Πάντα πιάνω την μεσαία για να έχω την δυνατότητα ελιγμού. Όμως η δεξιά πριν απο την διασταύρωση με την Βουλιαγμένης είναι στροφάρα. Άν έχεις άλογα και κίνηση πίσω μπορείς να την πάρεις διπλωμένος. Άλλιως σταματάς στο περίπτερο. Με ανοιχτή την οροφή κάνεις πιο εύκολο το έργο του ευρηματικού περιπτερά. Δεν χρειάζεται να σημαδέψει το παράθυρο με την περίφημη κουτάλα. Ακολουθεί η ατελείωτη ευθεία στο Καβούρι. Εκεί που ανηφορίζει, αναπολώ το TVR ενός φίλου : ο flat-crank V8 να βρυχάται και οι λαστιχιές να γράφουν στην άσφαλτο Cerbera. Ρολάρω κρατημένος στις στροφούλες πριν από την Ακουα Μαρινα μέχρι την λίμνη. Η θάλασσα βρίσκεται στο πλευρό μου, έρχονται τα λιμανάκια.Μυθικά,απολαυστικά, όμως λίγες φορές τα έχω στρίψει. Δεν μου κάνει καρδιά να προβοκάρω τη φυγόκεντρο χωρίς μπαριέρα να με χωρίζει από τους μαθητευόμενους drifters. Η πλατεία της Βάρκιζας με τους ταρίφες, η ευθεία της κόντρας και το πάρκινγκ γνώρισαν μέρες δόξας πριν απο μερικά χρόνια. Υπήρχε κόσμος, εκκινήσεις, πάντες, κυνηγητά με την αλησμόνητη ομάδα Σίγμα. Η δεξιά τέρμα της ευθείας είναι από τις ωραιότερες της διαδρομης. Μόνο που, τις μέρες που περνούσα έκαναν έργα και μου την χαλάσανε. Συνεχίζω έως την Τρύπα του Καραμανλή. Γρήγορες και παρατεταμένες στροφές που ταλαιπωρούν το μειωμένης ακαμψίας πλαίσιο. Λίγο πιο κάτω μετά τη μικρή παραλία στα δεξιά είναι τα φανάρια. Εδώ τερματίζει η περιπλάνηση. Γυρίζω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Αλλά ο γυρισμός δεν είναι ποτέ όσο ωραίος όσο ο πηγαιμός. Ξεγελιέμαι, λέγοντας οτι φταίει που απομακρύνεται η θάλασσα. Μα ξέρω οτι δεν ειναι αυτό : το εμπρός είναι απεριόριστο γι’αυτο είναι γοητευτικό. Το πίσω ειναι πεπερασμένο, γι’αυτο και σε κάθε ταξίδι η επιστροφή είναι μελαγχολική. Κι όσο περνά ο καιρός και συνειδητοποίω οτι όλο πίσω γυρίζω τόσο περισσότερο μελαγχολώ.


ΥΓ: Τώρα που έχω χρόνο να ξεκινήσω ενα copy-paste saga (απο 4tf εδώ όλων των κειμένων που ανέβηκαν) και να φτιάξω ενα index στο πρώτο ποστ με απευθείας λινκ για το κάθε ποστ-κείμενο;
Άβαταρ μέλους
By JasonLouk
#17208 Ανανέωσα το πρωτο ποστ με ενα link απο το gdrive με όλα τα έτοιμα γραμμένα άρθρα
Υπάρχουν και μερικές φωτό. Έχω ήδη ξεκινήσει την μετατροπή σε κείμενο χειροκίνητα και δοκιμάζω κάποια OCR s/w. Αλλά θα ανέβουν και αυτούσιες
Δυστυχώς οι (πολλές) φωτό του χρήστη JIM_A3 δεν ήταν πλέον διαθέσιμες. :(
Άβαταρ μέλους
By Wagner669
#50391 :metalo: θυμαμαι που ξεκινουσα την αναγνωση του drive απο την "Αριστερη Λωριδα"
Άβαταρ μέλους
By g8777
#59428 Ξεθαβω το νημα για να ενημερωσω ότι το βιβλιο "Μπαρούτι και μέλι" έχει κυκλοφορήσει στα καταστήματα των θείων. Οποιος ενδιαφερεται....