Στον κύριο Βασίλη...
Ακούστε μια πραγματική ιστορία που έλαβε χώρα σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Πελοπονήσου ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν στα μέσα περίπου της δεκαετίας του εβδομήντα και τελείωσε (?) φέτος το Καλοκαίρι.
Τα χωριά αυτά τότε παίρναν ζωή τον Αύγουστο όταν έρχονταν οι 'Αθηναίοι' αυτοί δηλαδή που είχαν φύγει από το χωριό για αναζήτηση καλύτερης τύχης, είχαν πάει στην Αθήνα και ερχόντουσαν σ'αυτό για ένα περίπου μήνα τον Αύγουστο για τις διακοπές τους και για να φροντίσουν τα εγκαταλειμένα σπίτια τους.
Οι περισότεροι ερχόντουσαν με τις κούρσες τους (ήταν μεγάλο πράγμα τότε η κούρσα) και όσο πιο μεγάλη σε μέγεθος ήταν τόσο καλύτερη ήταν. Μάλιστα στο καφενείο πήγαιναν με αυτές ( το πιο ακριανό σπίτι του χωριού ήταν πέντε λέπτα περπάτημα από την πλατεία που ήταν το καφενείο) για να τις επιδείξουν.
Έτσι οι κούρσες στριμογνώντουσαν στην πλατεία σε μια ιδιόμορφη πασαρέλα. Ήταν η απόδειξη των ιδιοκτητών τους ότι τελικά άξιζε τον κόπο που ξενιτεύθηκαν και δουλεύουν νύχτα μέρα μια και τώρα έχουν κούρσα ενώ όσοι 'ανεπρόκοποι' έμειναν στο χωριό πάνε στο καφενείο με τα πόδια και στις δουλειές τους στα κτήματα με τον κυρ Μέντιο.
Ήταν εκεί μια κόκκινη BMW 1600 (με τα στρογγυλά φανάρια πίσω αν θυμάστε) του θείου Κώστα του σοβατζή, μια άσπρη μερσεντέ διακοσάρα (με τα όρθια φανάρια μπροστά) του θείου Γιάννη του τραπεζικού, ένα opel record 1600 (με τις ταχύτητες στο χέρι και το ολόκληρο κάθισμα μπροστά) του θείου Μήτσου που δουλεύει στη Χαλυβουργική, ένα μπλέ datsun 120 Y του (πιο φτωχού) κυρ Γιώργου (στο ΙΚΑ δούλευε κλητήρας) κλπ. Όλες πλημμένες και γιαλισμένες με το πετσί (ήταν κι αυτό της μόδας τότε).
Κι εμείς καθόμασταν αντίκρι στα σκαλιά της εκκλησίας και τα θαυμάζαμε και ακούγαμε τους γιούς των παραπάνω τυχερών να μας εξιστορούν ιστορίες με τις κούρσες του Μπαμπά τους πόσο έπιασε στην Εθνική και τέτοια. Μάλιστα που και πού πλακωνόντουσαν και στο ξύλο για να αποδείξουν πιανού κούρσα ήταν καλύτερη.
Το μόνο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο έξω από το πιο ακριανό σπιτάκι του χωριού ήταν μια κίτρινη προς το μπέζ alfa romeo guilia 1600. Μάλιστα ήταν συνήθως λασπωμένη ειδικά πίσω από τους τροχούς στα φτέρα.
Ήταν του κυρίου Βασίλη του άντρα της κυρίας Κούλας. Ο κύριος Βασίλης ήταν ένας γλυκός, μετρημένος, σεβάσμιος κύριος, χημικός μηχανικός στο επάγγελμα και στο χωριό λέγαν ότι είχε ανοίξει εργοστάσιο φαρμάκων στην Αθήνα και έβγαζε πολλά λεφτά. Δεν είχαν παιδιά.
Στο καφενείο πήγαινε σπάνια, και όποτε πήγαινε κάθοταν μόνος ή με κάναν παππού του χωριού, συνήθως ψήνανε στην όμορφη αυλίτσα τους παρέα με κάποιο φιλικό τους ζευγάρι που φέρνανε από την Αθήνα. Κατά βάθος τον ζήλευαν όλοι αλλά δεν μπορούσαν να πουν τίποτα κακό γιατί οι ντόπιοι και ειδικά οι ηλικιωμένοι για έναν ανεξήξητο για μας λόγο τον αγαπούσαν πολύ.
Εμένα και τον ξαδερφό μου τον Αλέκο (δεν ξέρω γιατί) το βρώμικο αυτοκίνητο του κυρίου Βασίλη με το άσχημο χρώμα μας εξασκούσε μια περίεργη έλξη.
Την κοπανάγαμε λοιπόν από την πλατεία και τραβάγαμε στην άκρη του χωριού και χαζεύαμε την κίτρινη alfa. Βάζαμε τα μούτρα μας στο τζάμι κρύβοντας με τα χέρια μας την αντιφεγγιά για να βλέπουμε καλά και κοιτάγαμε τα όργανα στο ταμπλό.
Είχε κι ένα που δεν είχε κανένα άλλο στην πλατεία. Είχε νούμερα 10, 20, 30 κλπ και έγραφε στη μέση girix100/min. To κοντέρ έγραφε 200 ενώ τα άλλα στην πλατεία σταματάγανε στα 160 ή το πολύ 180.
Ένα βραδάκι κι ενώ είμασταν κολλημένοι στο τζάμι της alfa βγήκε από τη βαριά σιδερένια εξώπορτα του σπιτιού του ο κύριος Βασίλης χωρίς να τον ακούσουμε.
Τρομάξαμε και παραμερίσαμε. Οι άλλοι στην πλατεία μας έβαζαν χέρι όταν ακουμπούσαμε τα μούτρα μας στο τζάμι από τις κούρσες τους γιατί τα λερώναμε λέει.
-Μη φοβάστε μας λέει. Δεν πειράζει. Πάω στην πόλη να πάρω ένα φίλο μου που θα'ρθει με το λεωφορείο. Θέλετε να σας πάρω μαζί και να πάρουμε και παγωτό? ρώτησε.
Τρελλαθήκαμε ήταν σα να μας πρότεινε να πάμε στο φεγγάρι. Μετά από ένα σύντομο διάστημα σιωπής πήρα την πρωτοβουλία σαν μεγαλύτερος και είπα ένα διστακτικό ναι.
Μας έβαλε πίσω, κατέβασε την ασφάλεια που κατέβαινε από τον ίδιο νικελένιο μοχλό που άνοιγε και η πόρτα (σπρώχνοντας το μοχλό προς τα κάτω) και μας λέει:
-δεν σας πειράζει να πάμε από τον παλιό δρόμο που εχει πιο ωραία θέα και είναι πιο όμορφος?
Άλλο που δε θέλαμε. Από τον καινούργιο η πόλη ήταν κάνα τέταρτο από τον παλιό ήταν κάνα μισάωρο-θα κάναμε και πιο μεγάλη βόλτα. Παραξενευτήκαμε όμως. Όλοι με τις κούρσες πήγαιναν από τον καινούργιο. Είχε έλεγαν λιγότερες στροφές ήταν πιο φαρδύς πιο σύντομος άσε που ήταν όλο άσφαλτος ενώ ο παλιός είχε και κομμάτια με χώμα και πολλές λακούβες.
Σιγά σιγά που πήραμε αέρα αρχίσαμε τις ερωτήσεις. Πόσο τρέχει, τι είναι αυτό το όργανο στη μέση δίπλα σ'αυτό που λέει πόσα τρέχει. ήταν κι ο θόρυβος... Αλλιώτικος από τις άλλες κούρσες. Πιο δυνατός αλλά και πιο ευχάριστος στα αυτιά μας.
Κουβέντα στη κουβέντα σα να ξεθάρεψε και ο κύριος Βασίλης.
- Φοβόσαστε μας ρώτησε δειλά σα να ντρέποταν σα μικρό παιδί.
-Όχι με ένα στόμα αποφασιστικά εμείς σα να καταλάβαμε ότι αυτό που ρώταγε είχε πολύ ουσία.
Σε δευτερόλεπτα ο σεβάσμιος κύριος Βασίλης μετατράπηκε σε ένα παιδί.
Η alfa άρχισε να πηγαίνει με τις πάντες. Φλικάριζε τόσο ομαλά και όμορφα από στροφή σε στροφή υπακούοντας στις χειρουργικές κινήσεις του κυρίου Βασίλη.
Για τον κύριο Βασίλη δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Αυτός, η alfa του και ο στενός στριφτερός δρόμος. Εμείς πίσω εκστασιασμένοι θέλαμε κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Τώρα καταλάβαμε γιατί ήταν πάντα βρώμικη και λασπωμένη...
Το φετινό Καλοκαίρι ο κύριος Βασίλης ξεκίνησε ένα άλλο μεγάλο ταξίδι. Σίγουρα θα πάει από τον πιο μακρύ και πιο στριφτερό δρόμο. Και από κει πάνω θα βλέπει τον παλιό δρόμο χωριό-πόλη έρημο πιά.
Η gulia με το περιεργο κίτρινο χρώμα -giallo pompei-κίτρινο της πομπήιας έμαθα αργότερα ότι λέγοταν, ξεκουράζεται σε ένα γκαράζ κάπου στην Εκάλη.
Πήγα να τη ζητήσω από την κυρία Κούλα.
Θα μείνει εδώ ακόμα για λίγο μου είπε και όταν θα φύγω κι εγώ τότε θα την πάρεις. Στο υπόσχομαι. Να ορίστε στην έχω γράψει κι όλας...
Καλό ταξίδι ΚΥΡΙΕ Βασίλη...
υγ.: Στο χωριό φέτος λέγανε οι παππούδες ότι τους έστελνε όλα τα φάρμακα τους. Αλλά είχε παρακαλέσει να μην το λένε.
Αλλά μάλλον δεν τον αγάπαγαν μόνο γι'αυτό...